Σάββατο, Αυγούστου 11, 2012

H διάκριση των εξουσιών ως "ταφόπλακα" της προστασίας των προσωπικών δεδομένων

1. Μια πολύ καλή ιδέα

Η διάκριση των εξουσιών αποτελεί μια κεντρική πνευματική κατάκτηση της εποχής του Διαφωτισμού, αρχικά ως μια πολιτικοφιλοσοφική απάντηση στον κίνδυνο της υπερσυγκέντρωσης ισχύος στα χέρια του ηγεμόνα. 

Ο διαχωρισμός της εκτελεστικής από την νομοθετική και την δικαστική εξουσία αποτελεί σε κάθε κράτος δικαίου μια εγγύηση ότι η εξουσία ελέγχεται και δεν αυθαιρετεί.  Σήμερα, η διάκριση των εξουσιών κατάντησε να λειτουργεί με το ακριβώς  αντίθετο αποτέλεσμα, με την απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που αρνείται να ασκήσει τις συνταγματικές ελεγκτικές της αρμοδιότητες για να μην "θιγεί" η διάκριση των λειτουργιών, επειδή θα εκανε έμμεση κριτική στο σκεπτικό μιας εισαγγελικής διάταξης. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός σπάνιου περιστατικού πλήρους στρέβλωσης του θεσμικού στόχου, καθώς το εργαλείο που δημιουργήθηκε για να αποτρέψει την υπερσυγκέντρωση εξουσίας, χρησιμοποιείται ακριβώς για να την ενισχύσει. 

Μια πολύ καλή ιδέα, η διάκριση των εξουσιών, που θεσπίστηκε για να μας προστατεύει από την ανεξέλεγκτη κρατική επιβολή, ξαφνικά μετατρέπεται στο κεντρικό επιχείρημα υπέρ της διατήρησης της κρατικής επιβολής ως ανεξέλεγκτης. 

2. Άλλο όμως η ιδέα κι άλλο η θετική κατοχύρωσή της

"Δεν μπορώ να επέμβω στο έργο του εισαγγελέα", λέει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, "γιατί εγώ είμαι διοικητικό όργανο (εκτελεστική λειτουργία), ενώ ο εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός (δικαιοσύνη). Η διάκριση των εξουσιών δεν επιτρέπει να παρεμβαίνει η εκτελεστική λειτουργία στο έργο της δικαιοσύνης.

Εύλογο και πειστικό, για κάποιον που θεωρεί ότι το δίκαιο εξακολουθεί να λειτουργεί με τα νεφελώματα των γενικών γνώσεων και τις θεωρητικές πολιτειολογικές παραδοχές. Όμως, μια άλλη αρχή του κράτους δικαίου, παράλληλη και συνισχύουσα με την διάκριση των λειτουργιών, είναι η αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Ο νομικός που θα εφαρμόσει τον νόμο δεν θα ανατρέξει στα γραπτά του Μοντεσκιέ για να αναζητήσει το κανονιστικό περιεχόμενο της διάκρισης των εξουσιών. Στην εποχή μας το δίκαιο είναι γραπτό και οι καταστατικές βάσεις του πολιτεύματος καταγράφονται στο Σύνταγμα, με μια "βαριά" διαδικασία πολλαπλών εγγυήσεων δημοσιότητας και αντιπροσωπευτιότητας. Η διάκριση των λειτουργιών, ως γενική ιδέα αφορά όντως την παραδοχή ότι η εκτελεστική λειτουργία δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης. Αλλά στο Σύνταγμα, αυτή η ιδέα βρίσκει μια πολύ συγκεκριμένη διατύπωση, η οποία εμπεριέχει και τις εξαιρέσεις του κανόνα: υπάρχει και η διασταύρωση των λειτουργιών, καθώς η διάκριση μόνη της θα δημιουργούσε στεγανά "φέουδα" που θα οδηγούσε σε νέες αυθαιρεσίες. 

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την διάκριση των εξουσιών στο άρθρο 26. Η παράγραφος 3 αναφέρει ότι "η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια". Η συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης των λειτουργιών δεν περιορίζεται όμως στο άρθρο 26, αλλά καταστρώνεται και σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 87 παράγραφος 1 αναφέρεται ότι "η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία." Άρα, η "δικαστική λειτουργία" του άρθρου 26 αφορά τα δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές. Το άρθρο 88 του Συντάγματος αναγνωρίζει και μια ευρύτερη κατηγορία προσώπων, τους "δικαστικούς λειτουργούς", στους οποίους σαφώς περιλαμβάνονται και οι εισαγγελείς. Οι εισαγγελείς είναι μεν δικαστικοί λειτουργοί, αλλά δεν είναι αυτοί που "απονέμουν δικαιοσύνη", κατά το άρθρο 87, επειδή δεν είναι "τακτικοί δικαστές", μολονότι κάποτε μπορεί να μετέχουν σε δικαστικές συνθέσεις (όπως, άλλωστε, και οι γραμματείς της "έδρας"). Η εισαγγελική ιδιότητα εντάσσεται λοιπόν στο πλαίσιο της διάκρισης των λειτουργιών, μόνο στο βαθμό που οι εισαγγελείς μετέχουν στην σύνθεση ενός "δικαστηρίου" που συγκροτείται από "τακτικούς δικαστές". Αυτή είναι η μόνη συνταγματική σύνδεση των αρμοδιοτήτων τους με την διάκριση των λειτουργιών του άρθρου 26 παρ. 3. Μόνο ως μετέχοντες σε δικαστικές συνθέσεις τακτικών δικαστών, οι εισαγγελείς συμβάλλουν στην ενάσκηση της "δικαστικής λειτουργίας", την οποία το Σύνταγμα ορίζει ως διακριτή από τις άλλες δύο λειτουργίες. Οι εκτός δικαστικού σχηματισμού αρμοδιότητες των εισαγγελέων δεν υπάγονται λοιπόν στις συγκεκριμένες συνταγματικές διευθετήσεις.

Επομένως, η Ελληνική συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης των εξουσιών δεν αφορά τους εισαγγελείς στις εκτός δικαστικών σχηματισμών αρμοδιότητές τους. Άρα ουδείς μπορεί να επικαλείται την διάκριση των λειτουργιών ως απαγόρευση για την ενάσκηση ελέγχου στο έργο ενός μεμονωμένου εισαγγελέα. Μπορεί, βέβαια, να το απαγορεύει η λειτουργική ανεξαρτησία που απολαμβάνει ένας εισαγγελέας, αλλά αυτό είναι άλλος κανόνας, με ειδικό περιεχόμενο και σαφώς διακριτός από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Και, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η φύση αυτού του "ελέγχου", για να δούμε εάν απαγορεύεται όπως κάθε παρέμβαση. 

3. Άλλο η "παρέμβαση" κι άλλο ο ανεξάρτητος έλεγχος

Μια άλλη ωραία κατάκτηση της σύγχρονης δημοκρατίας είναι οι ανεξάρτητες αρχές. Αποτέλεσαν επί δεκαετίες έναν πονοκέφαλο για τους θεωρητικούς, αφού δεν ήξεραν που ακριβώς να τις "εντάξουν", στο σύστημα της διάκρισης των λειτουργιών. Το θέμα στην Ελλάδα είναι κανονιστικά διευθετημένο: το Σύνταγμα περιέχει το ειδικό άρθρο 101Α που αναφέρεται στον τροπο ανάδειξης των μελών των ανεξάρτητων αρχών μέσα από μία κοινοβουλευτική διαδικασία που επιβάλλει ομοφωνία των κομμάτων που μετέχουην στην Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Το άρθρο 101Α υπάγεται στο Τμήμα ΣΤ' του Συντάγματος, το οποίο τιτλοφορείται "Διοίκηση". Επομένως, είναι σαφές ότι, κανονιστικά, οι ανεξάρτητες αρχές δεν αποτελούν πυλώνες ούτε της νομοθετικής εξουσίας, αλλά ούτε και της δικαιοσύνης. Μπορεί να έχουν την αρμοδιότητα να εκδίδουν και κανονιστικές πράξεις ορισμένες από αυτές, αλλά τέτοιες αρμοδιότητες έχουν και τα δημοτικά συμβούλια χωρίς κανείς ποτέ να αναρωτηθεί μήπως πρέπει να τα χρεώσει στην "νομοθετική" εξουσία, κι όχι στην Διοίκηση. Μπορεί να έχουν την αρμοδιότητα να αποφαίνονται και με ατομικές πράξεις για ιδιωτικές διαφορές, αλλά η απόφασή τους είναι διοικητική, όχι "δικαστική". 

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ιδρύθηκε στην Ελλάδα κατ' επιταγή της κοινοτικής Οδηγίας 95/46, η οποία επέβαλε στο κράτος να της αναθέσει πλήρεις ελεγκτικές αρμοδιότητες, ως προς τον ειδικό τομέα της τήρησης των κανόνων προστασίας δεδομένων. Το 2001, το ίδιο το Σύνταγμα αναγνώρισε στο άρθρο 9Α ότι η Αρχή έχει την αρμοδιότητα της διασφάλισης της προστασίας προσωπικών δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Ο νόμος αυτός, ο Ν.2472 ανέθεσε στην Αρχή την αποστολή της  εποπτείας της εφαρμογής του (άρθρο 15). Μέχρι και να "γνωμοδοτεί για κάθε ρύθμιση που αφορά την επεξεργασία και  προστασία προσωπικών δεδομένων" (άρθρο 19 παρ. 1 περ. θ'), έχει αρμοδιότητα η Αρχή, συμβουλεύοντας δηλαδή ακόμη και τον Νομοθέτη. Προβλέποντας ορισμένες εξαιρέσεις εποπτείας από κάποιους τομείς στους οποίους αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν ήδη επαρκείς εγγυήσεις, ώστε να καθίσταται μάλλον περιττή η πρόσθετη εποπτεία της Αρχής. Οι τηλεφωνικοί κατάλογοι που έχουμε για αμιγώς οικιακή χρήση, προφανώς δεν θέτουν σε τόσο μεγάλο κίνδυνο τα προσωπικά δεδομένα των "επαφών", ώστε να δικαιολογούν επισκέψεις των ελεγκτών της Αρχής στο σπίτι μας για να διαπιστώσουν αν τους κλειδώνουμε στο σωστό συρτάρι. Θα ήταν μια δυσανάλογη παρέμβαση στην ιδιωτικότητά μας. 

Παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της Δικαιοσύνης είναι να σηκώνει ο Υπουργός το τηλέφωνο και να υπαγορεύει δικαστικές αποφάσεις. Να μετατίθεται δυσμενώς ο  δικαστικός επειδή εξέδωσε μια "δυσάρεστη" απόφαση.  Να μειώνονται σε εξευτελιστικό βαθμό οι αποδοχές των δικαστών. Σεβασμός της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης σημαίνει αποχή από οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο που νοθεύει την καθαρότητα της δικαστικής κρίσης, δηλαδή που επιβάλλει στον δικαστή να σκεφτεί με κριτήρια άλλα από αυτά που προβλέπουν το Σύνταγμα και ο νόμος. Αυτά είναι παραβάσεις της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ο διορισμός της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο θα ήταν κι αυτός παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών, αν δεν προβλεπόταν από το ίδιο το Σύνταγμα: όλες οι συνταγματικές διατάξεις έχουν την ίδια, υπέρτατη, κανονιστική ισχύ.

Ο έλεγχος όμως των έργων των δικαστικών λειτουργών κατά τα μη δικαιοδοτικά τους καθήκοντα, ως προς τη συμμόρφωσή τους με την τήρηση των κανόνων προστασίας προσωπικών δεδομένων, από ένα όργανο το οποίο έχει αναδειχθεί με ομόφωνη διακομματική απόφαση της Βουλής και το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητές του με όρους γραφειοκρατικής διαφάνειας, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί "παρέμβαση", με την έννοια της καταστρατήγησης της διάκρισης των λειτουργιών. Η αξιολόγηση της συμβατότητας μιας εισαγγελικής διάταξης προς τους κανόνες προστασίας δεδομένων, από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων, ουδόλως επιβάλλει στον εισαγγελέα να σκεφτεί με κριτήρια άλλα από αυτά που προβλέπουν το Σύνταγμα και ο νόμος. Αντιθέτως, μάλιστα, ο ανεξάρτητος έλεγχος θα τον επαναφέρει στο να περιοριστεί   σε αυτά τα κριτήρια, αν υποτεθεί ότι ένας εισαγγελέας μπορεί κάποτε να παρασύρεται από εξωνομικές επιρροές, ξένες προς τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων (όπως η θέση της Κυβέρνησης ή η οργή της κοινής γνώμης για τον κατηγορούμενο).  Με αυτά τα χαρακτηριστικά, ο ανεξάρτητος έλεγχος της Αρχής δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης. Πολύ περισσότερο που, όπως είπαμε, στην έννοια αυτή δεν υπάγεται συνταγματικά ο κάθε προϊστάμενος της ποινικής δίωξης εισαγγελεάς. 

4. "Και τι ξέρει η Αρχή από απονομή Δικαιοσύνης;"

Υπάρχει μια έντονη αμφισβήτηση του ρόλου των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα, κυρίως επειδή ως θεσμοί δεν προέκυψαν μέσα από την εγχώρια πολιτική συζήτηση και την κοινωνική αναγκαιότητα, καθώς η ίδρυση των περισσοτέρων επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην "κόντρα" ανεξάρτητων αρχών - δικαστικών λειτουργών, συνήθως οι παραδοσιακοί νομικοί είναι με την μεριά των δικαστικών, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της διαφωνίας. Στην υπόθεση με τις κάμερες, μια γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ο οποίος είπαμε από ποιους διορίζεται) ήταν εντελώς αντίθετη από τις αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων (η οποία είπαμε επίσης από ποιους εκλέγεται), με αποτέλεσμα να παραιτηθούν από ευθιξία τα μισά μέλη της Αρχής. Δεν έχουμε διαμορφώσει μια αντίληψη σεβασμού των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα και σε αυτό ενέχεται τόσο η εκάστοτε κυβέρνηση, όσο και οι ίδιες οι ηγεσίες των ανεξάρτητων αρχών που αποφεύγουν να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους σε όλη τους την πληρότητα, ακόμη κι όταν αυτό δεν συνεπάγεται οικονομικό κόστος. 

Αν το αξιολογήσουμε από μια σκοπιά θεσμικής "βαρύτητας", θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την δημοκρατική νομιμοποίηση των δύο θεσμών. Ο εισαγγελέας έχει αποφοιτήσει από την σχολή δικαστών κι έχει διοριστεί  με προεδρικό διάταγμα, διαθέτοντας βέβαια τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας όπως και οι τακτικοί δικαστές. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, από την άλλη, έχει επικεφαλής έναν ανώτατο δικαστικό και ως μέλη της καθηγητές νομικής και πληροφορικής και πρόσωπα εμπειρίας στον τομέα της προστασίας δεδομένων, που έχουν επιλεχθεί με ομοφωνία ή πλειοψηφία 4/5 από την διακομματική Διάσκεψη της Βουλής. Η Αρχή δεν υπάγεται σε ιεραρχικό έλεγχο ή δοικητική εποπτεία Υπουργού κι έχει περιορισμένη χρονικα θητεία, ενώ ο εισαγγελέας υπάγεται στην εποπτεία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποχρεούμενος να εκτελεί τις παραγγελίες του, διατηρώντας βέβαια την ανεξαρτησία της συνείδησής του, και είναι ισόβιος. Και το σημαντικότερο απ' ολα: ο εισαγγελέας ασχολείται με οποιοδήποτε νομικό θέμα του ανατεθεί, καθώς προϊσταται της ποινικής δίωξης, ενώ η Αρχή μόνο με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Παρ' όλ' αυτά, οι περισσότεροι νομικοί έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους δικαστικούς, παρά στις ανεξάρτητες αρχές, έχοντας κατά νου όχι τόσο την πολιτική "νομιμοποίηση" τους, αλλά την ιστορική και συνταγματική έδραση της Δικαιοσύνης ως μια από τις τρεις κρατικές λειτουργίες.

Αυτή η τελευταία προκατάληψη τελικά επικράτησε ως φαίνεται ακόμα και μέσα στην ίδια την Αρχή Προστασίας Δεδομένων: "ποιοι είμαστε εμείς που θα ελέγξουμε την Δικαιοσύνη;". Παρ' όλο που ο μεμονωμένος εισαγγελέας που διατάζει την δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων σαφέστατα και δεν αποτελεί "δικαστήριο", οπότε δεν υπάγεται στο σχήμα της συνταγματικά κατοχυρωμένης διάκρισης των λειτουργιών που αφορά μόνο τα δικαστήρια και όχι κάθε οιονεί δικαιοδοτική αρμοδιότητα του εισαγγελέα. Η Αρχή δυστυχώς επικαλέστηκε την διάκριση των εξουσιών ως γενική ιδέα, χωρίς να έχει λάβει υπόψη της την συγκεκριμένη συνταγματική κατάστρωσή της. Όταν όμως μια άλλη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή (το Ε.Σ.Ρ.) επελήφθη μιας εκπομπής για παράβαση της ιδιωτικής ζωής, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων δεν είχε καμία αναστολή να επέμβει και αυτή, εκδίδοντας μάλιστα και εν μέρει αντίθετη απόφαση, ως προς το σκέλος βέβαια της παραβίασης προσωπικών δεδομένων. Κι αυτά, παρόλο που το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος αναφέρει ότι ο άμεσος έλεγχος της ραδιοτηλεόρασης και η επιβολή κυρώσεων αποτελεί "αποκλειστική αρμοδιότητα" του Ε.Σ.Ρ! Έχουμε δηλαδή έναν ρητό συνταγματικό αποκλεισμό κάθε άλλης αρχής, κι όμως η Αρχή βρήκε τα νομικά εργαλεία να τον υπερβεί.

Έρχεται λοιπόν σήμερα η Αρχή, με ένα σκεπτικό που δεν αντέχει αν το αντιπαραβάλεις με τις συγκεκριμένες διατάξεις των άρθρων 26 και 87 του Συντάγματος, να αποποιηθεί της ευθύνης της, λόγω "της διάκρισης των λειτουργιών". Και προτείνει και μερικές τροποποιήσεις στο νομοθετικό πλαίσιο, αλλά, προς Θεού, όχι και ότι θα έχει αρμοδιότητα αδειοδότησης ή έστω γνωμοδότησης, παρ' όλο που πρόκειται για "ρύθμιση σχετική με την επεξεργασία και την προστασία προσωπικών δεδομένων". Δηλαδή, τον Νομοθέτη μπορεί να τον συμβουλεύσει η Αρχή, ενώ τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όχι. Έτσι, ο εισαγγελέας παραμένει μόνος του, να αποφασίζει για τα προσωπικά δεδομένα των κατηγορούμενων, αφού η ίδια η "διάκριση των λειτουργιών", δηλαδή το Σύνταγμα, δεν επιτρέπει στην Αρχή να τοποθετηθεί! Και όσο κι αν μπορούν να γίνουν βεβαίως τροποποιήσεις των νόμων, η Αρχή δεν νοείται, τάχα, να αδειοδοτεί την Αστυνομία παράλληλα με την αρμοδιότητα του εισαγγελέα, γιατί αυτό θα συνιστά παραβίαση του... Συντάγματος. Αποτέλεσμα: οι εισαγγελείς και οι Αστυνομίες μπορούν να παραβιάζουν όσο θέλουν το Σύνταγμα, με την Αρχή σε ρόλο Πόντιου πιλάτου. Ποιος θα τους ελέγξει; Οι προϊστάμενοί τους; 

5. Έχουμε όμως και διεθνείς υποχρεώσεις

Το θέμα δεν θα μπορούσε παρά να έχει και διαστάσεις πέρα από τον μικρόκοσμο του Ελληνικού συνταγματικού δικαίου. Δεν αναφέρομαι εδώ στην διεθνή κατακραυγή για τον εξευτελισμό των οροθετικών, αλλά στις δεσμεύσεις της Ελλάδας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 30.12.2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. ένα νομοθέτημα του ευρωπαϊκού δικαίου, η "Απόφαση Πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις". Πρόκειται για ένα νομοθέτημα το οποίο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων τις ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων που αφορούν διακρατικές ποινικές υποθέσεις, όχι μόνο μεταξύ των αστυνομικών, αλλά και των δικαστικών αρχών των κρατών της Ε.Ε. Στο νομοθέτημα αυτό αναφέρεται και ότι η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων πρέπει να έχει τις πλήρεις ελεγκτικές αρμοδιότητές της και επί των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών, στο πλαίσιο βέβαια του πεδίου εφαρμογής του συγκεκριμένου νομοθετήματος και με σεβασμο στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. (Δείτε την ανάλυση που είχα κάνει για το θέμα το 2008, εδώ). 

Η προθεσμία που είχαμε ήταν δύο ετών, δηλαδή η Ελλάδα έπρεπε να είχε ενσωματώσει αυτή την Απόφαση στην εθνική νομοθεσία μέχρι τις 27.11.2010. Πράγματι, λίγους μήνες πριν την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, στις 20-4-2010 ο Υπουργός συγκρότησε την νομοπαρασκευαστική επιτροπή που θα επεξεργαζόταν το νομοσχέδιο για αυτή την Απόφαση - πλαίσιο. Μέχρι στιγμής πάντως, αντί η νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων να επεκτείνεται και στην εφαρμογή της στο πλαίσιο της Δικαιοσύνης, ολοένα απομακρύνεται. Είτε με νομοθετικές παρεμβάσεις που αφαιρούν αρμοδιότητες από την Αρχή, είτε και με αποφάσεις της ίδιας της Αρχής, όπως αυτή για τα δεδομένα των οροθετικών, που η Αρχή αναζητά μια συνταγματική έδραση για να αποτρέψει και τον νομοθέτη ακόμη από το να της αναθέσει αρμοδιότητες. 

Όταν όμως κληθούμε να πληρώσουμε το πρόστιμο για την μη εφαρμογή της Απόφασης - Πλαίσιο, καμία ευφάνταστη κατασκευή για την διάκριση των εξουσιών δεν θα μας γλιτώσει.

6. Tί πραγματικά ζητήθηκε από την Αρχή

Ουδείς ζήτησε από την Αρχή να ελέγξει τον Εισαγγελέα. Η καταγγελία που υποβλήθηκε αφορούσε την δημοσιοποίηση στοιχείων από την Αστυνομία, όχι από την Εισαγγελία.  Ο νόμος δίνει στον Εισαγγελέα την αρμοδιότητα να διατάξει την δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων σχετικών με ποινική δίωξη. Σχετικά με ποινική δίωξη δεδομένα είναι: "Εναντίον του Χ ασκήθηκε ποινική δίωξη για την φερόμενη παράβαση του αδικήματος Υ". Τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση της υγείας του ατόμου και της εθνικής καταγωγής του ανήκουν σε διακριτές κατηγορίες ευαίσθητων δεδομένων, η δημοσίευση των οποίων προϋποθέτει άδεια της Αρχής, κατά το άρθρο 7 Ν.2472, αλλιώς απαγορεύεται. Ο Εισαγγελέας έκρινε όμως ότι και αυτά καλύπτονται από την αρμοδιότητά του. Η Αστυνομία δημοσίευσε και αυτά στις ιστοσελίδες της, χωρίς φυσικά άδεια της Αρχής. Η Αρχή θα μπορούσε να είχε αποφανθεί ότι ορισμένα από τα δεδομένα δεν είναι "σχετικά με ποινική δίωξη" ή ότι, εν πάσει περιπτώσει δεν νοείται τρεις μήνες μετά να παραμένουν στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας, αφού αυτό εκφεύγει σε τελική ανάλυση και της ίδιας της εισαγγελικής διάταξης, η οποία αφορούσε τις ανάγκες μιας δεδομένης χρονικής περιόδου. 

Δεν ζητήθηκε λοιπόν στην Αρχή, ούτε να κάνει έλεγχο συνταγματικότητας και να "καταργήσει" την διάταξη που δίνει την σχετική αρμοδιότητα στον Εισαγγελέα, ούτε να επιβάλλει φυσικά κάποια κύρωση στον Εισαγγελέα ή να παρέμβει στο έργο του, αλλά να υποχρεώσει την Αστυνομία να είναι εφοδιασμένη και με άδεια της Αρχής για ορισμένες κατηγορίες ευαίσθητων δεδομένων. Επρόκειτο για ένα απολύτως ισορροπημένο και τεκμηριωμένο αίτημα, το οποίο απέφευγε κάθε ακρότητα και "ακτιβισμό": ούτε ζητήθηκε έλεγχος συνταγματικότητας του νόμου, ούτε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της Αρχής, ούτε παραβίαση της διάκρισης εξουσιών. Ζητήθηκε απλώς η πλήρης εφαρμογή του Ν.2472/1997, όπως ισχύει αυτήν την στιγμή.

7. Τι πραγματικά αποφάνθηκε η Αρχή

Η Αρχή, όμως, χωρίς να καλέσει τις οργανώσεις να αναπτύξουν το αίτημα, το οποίο πάντως ήταν σαφώς διατυπωμένο στην καταγγελία, αποφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει την νομιμότητα των ευαίσθητων δεδομένων  των οροθετικών που είναι δημοσιευμένα  στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας. Αυτό αν ίσχυε θα σήμαινε όμως ότι η Αρχή δεν θα μπορούσε να έχει αρμοδιότητα ούτε μετά από νομοθετική τροποποίηση, γιατί κάτι τέτοιο θα ... παραβίαζε την διάκριση των εξουσιών. 

Επομένως, η πραγματική απόφαση της Αρχής είναι ότι αναγνωρίζει ένα τεράστιο κενό στην προστασία προσωπικών δεδομένων στην Ελλάδα, δηλαδή σε δικαστικές - εισαγγελικές - αστυνομικές αρχές, δικαιολογώντας πλήρως την ύπαρξη αυτού του κενού βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών!!! Πρόκειται για μια ταφόπλακα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αφού δίνει μια "ασυλία" συνταγματικής δήθεν περιωπής σε κάθε αστυνομικό-προανακριτικο υπάλληλο τελικά, καθώς όλοι αυτοί έχουν προϊστάμενους εισαγγελείς και σε γενικές γραμμές οτιδήποτε μπορεί να αναχθεί, με αυτό το μαξιμαλιστικό σκεπτικό της Αρχής, στην "ανεξάρτητη Δικαιοσύνη". 

Η Αρχή προτείνει στο Υπουργείο και κάποιες τροποποιήσεις ώστε να εκλογικευθεί η αρμοδιότητα του εισαγγελέα (άραγε αυτή η πρόταση πώς και δεν παραβιάζει την διάκριση των λειτουργιών;), ενώ στην πραγματικότητα η Χώρα έχει υποχρέωση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση να δημιουργήσει ένα πλήρες νομοθέτημα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων κατά την  ενάσκηση των αρμοδιοτήτων των αστυνομικών και εισαγγελικών - δικαστικών αρχών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. 

8. Συμπέρασμα

Οι πολίτες περιμένουν από τους θεσμούς να λειτουργούν αποτελεσματικά και να προστατεύουν τα δικαιώματά τους από την αυθαιρεσία της εκάστοτε εξουσίας. Όταν οι θεσμοί επινοούν χίλια - δυο τερτίπια για να αποποιηθούν των αρμοδιοτήτων τους, μην απορούμε μετά για το πού μπορεί να φτάσουν οι πολίτες για να δικαιωθούν. Ιδίως όταν είναι όντως αδικημένοι. Δεν πρόκειται να τους σταματήσει καμία επίκληση της "διάκρισης των λειτουργιών", ιδίως όταν είναι τόσο σαθρή. 


Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

H απόφαση της Αρχής Δεδομένων για τις συλληφθείσες οροθετικές

Τρεις και πλέον μήνες μετά την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση που επιφύλαξε το κράτος σε συλληφθείσες εκδιδόμενες οροθετικές γυναίκες και παρά την διεθνή κατακραυγή για την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους με την δημοσιοποίηση πλήθους προσωπικών δεδομένων τους, σαν να ήταν καταζητούμενες ενώ είχαν ήδη προφυλακιστεί, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωρινού Χαρακτήρα δίνει στην δημοσιότητα ένα κείμενο 16 σελίδων, στο οποίο αποφαίνεται ότι δεν έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με το θέμα.

Eίχε προηγηθεί η  καταδικαστική γνώμη της Συνηγόρου του Πολίτη, η αντίστοιχη διαμαρτυρία της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στην οποία μετέχει ως καταστατικό μέλος εκπρόσωπος της Αρχής!), η  σχετική ανάλυση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που επεσήμαινε ότι έπρεπε προηγουμένως να έχει τοποθετηθεί η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, καθώς και η σχετική ανακοίνωση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων. Το θέμα γνώρισε διεθνείς διαστάσεις, με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να καταδικάζουν την απάνθρωπη συμπεριφορά, ενώ τοποθετήθηκε και η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατόπιν σχετικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 

Ως πληρεξούσιος δικηγόρος ορισμένων οργανώσεων που ασχολούνται με ανθρώπινα δικαιώματα, στις 2.5.2012 υπέβαλα μια καταγγελία στην Αρχή, αναφέροντας ότι, καθώς ο νόμος αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση στοιχείων για λόγους δημόσιας υγείας προϋποθέτει άδεια της Αρχής, η διαδικασία θα έπρεπε να είχε διέλθει και από αυτό το επίπεδο ανεξάρτητης κρίσης. Και ότι η κρίση θα έπρεπε να είναι αρνητική, αφού είχαν προηγηθεί ανακοινώσεις του ΚΕΕΛΠΝΟ και της ΕΛ.ΑΣ. για το θέμα αυτό, χωρίς προσωπικά δεδομένα, οπότε το ίδιο το κράτος διέθετε ηπιότερο μέσο για την προστασία της δημόσιας υγείας, το οποίο είχε εξάλλου εφαρμόσει κι επομένως η δημοσιοποίηση όλων των υπόλοιπων στοιχείων ήταν περιττή και ξεπερνούσε τα ανεκτά όρια σε μια δημοκρατική κοινωνία. 

Ένα μήνα μετά, στις 6.6.2012, σχετικό έγγραφο προς την Αρχή απέστειλε και ο Γενικός Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του αντίστοιχου Υπουργείου, θέτοντας ερωτήματα για την νομιμότητα της δημοσιοποίησης των φωτογραφιών, ζητώντας τη γνώμη της Αρχής για τυχόν αναγκαίες παρεμβάσεις στο θσμικό πλαίσιο. 

Η Αρχή απέφυγε να καλέσει τις οργανώσεις κατά τις δύο μυστικές συνεδριάσεις που αφιέρωσε στο θέμα. Κάλεσε όμως την Ελληνική Αστυνομία να τοποθετηθεί, χωρίς ποτέ να μας δώσει την δυνατότητα να αντικρούσουμε τα επιχειρήματά της, τα οποία περιέχονταν στις έγγραφες απαντήσεις της. Και, ακόμη χειρότερα, η Αρχή "συνένωσε" την υπόθεση με άλλη καταγγελία που εκκρεμούσε από το έτος 2009 και η οποία αφορούσε διαμαρτυρία για δημοσιοποίηση στοιχείων ατόμου που διωκόταν για πορνογραφία ανηλίκων. Το γεγονός ότι μαθαίνουμε το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας από την ιστοσελίδα της Αρχής, παρά τα πολλαπλά τηλεφωνήματά μας προς τον Πρόεδρο για εμφάνιση των εκπροσώπων των οργανώσεων κατά τη συνεδρίαση, δείχνει ότι η ανεξάρτητη αρχή περιφρονεί το ρόλο της κοινωνίας των πολιτών και των συγκεκριμένων, αντιπροσωπευτικών οργανώσεων που ασχολούνται με τα δικαιώματα των οροθετικών στην Ελλάδα. Ακόμη χειρότερα, συνδέει το θέμα της προστασίας των δεδομένων υγείας των οροθετικών με την καταγγελία ενός ατόμου που κατηγορείται για πορνογραφία ανηλίκων, προκαλώντας μια απαράδεκτη σύγχυση και ανυπόστατους συνειρμούς στο κοινό, ενώ οφείλει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να διαλύει τις συγχύσεις και  να διαμορφώνει μια κουλτούρα σεβασμού ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτά τα  ατοπήματα στα οποία υπέπεσε η Αρχή, ακόμη κι αν δεν παρουσιάζουν τα στοιχεία της νομικής παρατυπίας, υποδεικνύουν ότι, δυστυχώς, το αρμόδιο θεσμικό όργανο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στην Ελλάδα δεν έχει αντιληφθεί ούτε την σοβαρότητα της ίδιας της υπόθεσης, αλλά ούτε και τον παιδευτικό θεσμικό του ρόλο. Ανεξάρτητα λοιπόν από το αποτέλεσμα, τα ατοπήματα αυτά δεν συνάδουν με τους κανόνες της ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, πρωτοπόρος της οποίας θα έπρεπε να είναι η Αρχή, αλλά αντίθετα στοιχειοθετούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις κακοδιοίκησης. 

Επί της ουσίας τώρα: η Αρχή θεμελιώνει την αναρμοδιότητά της στην διάκριση των λειτουργιών. Το σκεπτικό είναι ότι αφού η δημοσιοποίηση των στοιχείων επετράπη με διάταξη εισαγγελέα, δηλαδή δικαστικού λειτουργού, τότε η Αρχή δεν επιτρέπεται να παρέμβει, καθώς αυτό θα συνιστούσε παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας στο έργο της Δικαιοσύνης. Πρόκειται για αστειότητες. Η "διάκριση των λειτουργιών" δεν είναι μια συνθηματολογική έκφραση πολιτικού τύπου, αλλά έχει ένα συγκεκριμένο, νομικά καθορισμένο περιεχόμενο από το ίδιο το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 26 παρ. 3 αναφέρει ότι "η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια". Ποια "δικαστική λειτουργία", λοιπόν και ποιο "δικαστήριο" υπάρχει όταν ένας εισαγγελέας διατάζει την δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας; Ο εισαγγελέας έχει μεν τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας του δικαστικού λειτουργού, αλλά δεν είναι "δικαστήριο", όπως είναι λ.χ. το Μονομελές Πρωτοδικείο. Κι επίσης δεν ασκεί "δικαστική λειτουργία", αφού δεν εκδίδει δικαστική απόφαση, αλλά, εν προκειμένω, μια διάταξη με την οποία επιτρέπει στην Αστυνομία την δημοσιοποίηση των στοιχείων. Εξάλλου, δεν ζητήθηκε στην Αρχή να παρέμβει στο έργο του Εισαγγελέα, αλλά να υπενθυμίσει στην Αστυνομία (που σίγουρα αυτή, ούτε είναι "δικαστήριο", ούτε ασκεί "δικαστική λειτουργία") ότι ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ότι χρειάζεται άδεια για την δημοσιοποίηση δεδομένων υγείας για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Άρα, ποια παρέμβαση στη "δικαιοσύνη" και ποια διάκριση των λειτουργιών;

Δεν θα ήταν η πρώτη περίπτωση που η Αρχή θα αντιλαμβανόταν το ρόλο της ως συμπληρωματικό των αρμοδιοτήτων του εισαγγελέα: με την γνωμοδότηση 3/2009 που αφορά την εισαγγελική αρμοδιότητα για διάταξη παράδοσης εγγράφων που τηρούνται από το Δημόσιο (δηλαδή και πάλι τον ρυθμιστικό εισαγγελικό ρόλο ως προς τη ροή προσωπικών πληροφοριών), η Αρχή καθαρά και ξάστερα είχε γνωματεύσει ότι "η εισαγγελική παραγγελία δεν πρέπει να επεκτείνεται σε ευαίσθητα δεδομένω (λ.χ δεδομένα υγείας)" και ότι "όταν ο εισαγγελέας εξετάζει αίτημα πολίτη για χορήγηση και ευαίσθητων δεδομένων, θα πρέπει να διαβιβάζει την σχετική αίτηση προς την Διοίκηση με τη σημείωση ότι οφείλει να ζητήσει την άδεια της Αρχής". Αυτά δεν ήταν εκτροπή στη διάκριση των εξουσιών. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι είναι εντελώς διαφορετική μια ανακριτική πράξη, όπως η δημοσιοποίηση στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής δίωξης, από την  (διοικητικής φύσεως) εισαγγελική παραγγελία χορήγησης στοιχείων από την Διοίκηση. Λες και στην μία περίπτωση επιτρέπεται η παρέμβαση στην διάκριση των λειτουργιών, ενώ στην άλλη όχι. Και η Αρχή πέφτει σε αυτήν την παγίδα, αφού στην απόφασή της για τις οροθετικές αναφέρει ότι η αρμοδιότητα δημοσιοποίηση στοιχείων "δεν αποτελεί αμιγώς διοικητική αρμοδιότητα του εισαγγελέως, η οποία εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, με βάση το οργανικό κριτήριο, ως πράξη προερχόμενη από όργανο της δικαστικής εξουσίας, αλλά μπορεί να ενταχθεί στο έργο της απονομής δικαιοσύνης, με το οποίο είναι επιφορτισμένες κατά το Σύνταγμα (άρθρο 87 επ.) οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, καθώς λαμβάνει χώρα κατά τη διερεύνηση μιας ποινικής υπόθεσης, με τη διενέργεια προανακρίσεως ή κυρίας ανακρίσεως που ως σκοπό έχουν την βεβαίωση εγκλημάτων που αναφέρονται στην διάταξη και απαριθμούνται ενδεικτικός σ' αυτή και κατατείνει στον κολασμό τους." Πρόκειται για σαφέστατη παρερμηνεία του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει καθαρά και ξάστερα ότι : "Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία." Η δικαιοσύνη, λοιπόν, δεν απονέμεται από τους εισαγγελείς, ούτε τις "εισαγγελικές αρχές", όπως ανακριβώς αναφέρει η απόφαση της Αρχής. Άλλο "δικαστικός λειτουργός", προς τον οποίο εξομοιώνεται ο εισαγγελέας, κι άλλο "τακτικός δικαστής", στον οποίο αποκλειστικά και μόνο έχει αναθέσει το Σύνταγμα την απονομή της Δικαιοσύνης. Αναφέρει η Αρχή στην απόφαση: "κατάφαση της Αρχής για άσκηση τέτοιου ελέγχου, θα υπήγαγε ουισαστικά τους λειτουργούς της εισαγγελικής αρχής, οι οποίοι, όπως και οι δικαστικοί λειτουργοί, απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και υπόκεινται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους μόνο στο Σύναγμα και τους νόμους, στο διοικητικό έλεγχο της Αρχής, πράγμα το ποίο τυγχάνει ευθέως αντίθετο προς την προαναφερθείσα αρχή της διάκρισης των εξουσιών." Και πάλι, όμως, το Σύνταγμα στο άρθρο 87 παρ. 2 αναφέρει ότι "οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους (...)". Η διάκριση λοιπόν αφορά μόνο τους δικαστές κι όχι κάθε περίπτωση δικαστικού λειτουργού, κατηγορία ευρύτερη στην οποία ανήκουν και οι εισαγγελείς, οι οποίοι υπάγονται σε ένα σύστημα σαφούς εποπτείας κατά τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών (βλ. εδώ). Επομένως, καμία απολύτως εισαγγελική πράξη νοείται ως απονομή Δικαιοσύνης, τουλάχιστον στο ισχύον Ελληνικό συνταγματικό πλαίσιο. Το γεγονός ότι οι εισαγγελείς υπάγονται για διοικητικούς κι εγγυητικούς λόγους στο σύστημα της Δικαιοσύνης δεν σημαίνει και ότι  το Σύνταγμα επιτρέπει να αποφαίνονται ως "τακτικοί δικαστές" ή "δικαστήρια", ώστε οι πράξεις τους να απολαμβάνουν και "ασυλία" από τον έλεγχο των ανεξάρτητων αρχών ή -τελικά- και της ίδιας της Δικαιοσύνης.  Δεν μιλάμε για παρέμβαση της κυβέρνησης στο έργο της δικαιοσύνης! Μιλάμε για επιβοήθηση του προϊσταμένου της αστυνομικής αρχής εισαγγελέα, από μια συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή

H καταγγελία στην Αρχή δεν την καλούσε να "καταργήσει" ως αντισυνταγματική την διάταξη με την οποία απονέμεται στον εισαγγελέα η αρμοδιότητα δημοσιοποίησης, αλλά την καλούσε να τοποθετηθεί για την ουσιαστική νομιμότητα της συγκεκριμένης δημοσιοποίησης, η οποία ξεπερνούσε τα ανεκτά όρια ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας. Δεν ζητήθηκε δηλαδή από την Αρχή να παραστήσει το "Συνταγματικό δικαστήριο", αλλά να αναγνωρίσει ότι διατηρεί την αρμοδιότητα του άρθρου 7 παρ.2 ν.2472 που αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση ευαίσθητων δεδομένων για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας προϋποθέτει (και) την δική της άδεια, την οποία δεν διέθετε η Ελληνική Αστυνομία. Ο στόχος δεν ήταν λοιπόν η κατάργηση της εισαγγελικής αρμοδιότητας, ώστε να τίθεται ζήτημα "διάκρισης των εξουσιών". Ο στόχος ήταν η αξιολόγηση της Αστυνομίας που ακόμη και σήμερα διατηρεί στις ιστοσελίδες της αναρτημένα αυτά τα δεδομένα. Σήμερα, που έχουν εκλείψει όλες οι δικαιολογήσεις της εισαγγελικής διάταξης (προστασία δημόσιας υγείας, διευκόλυνση απονομής δικαιοσύνης), η Αστυνομία δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να διατηρεί on line αυτά τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Αυτή την διάκριση μπορούσε και όφειλε να την είχε κάνει η Αρχή, αφού με καμία ερμηνεία μπορεί να θεμελιωθεί ότι η διάταξη του Εισαγγελέα αφορούσε μια απροϋπόθετη και αέναη δημοσιοποίηση ανεξάρτητα από τους σκοπούς που εξυπηρετούσε. Η Αρχή, όμως, αποφάσισε να μην ασχοληθεί ούτε με αυτό. 

Το μόνο θετικό στοιχείο αυτής της απόφασης - που κατά τ΄ άλλα προσβάλλει τον νομικό μας πολιτισμό -  είναι ορισμένα κριτήρια που με το ζόρι ψέλλισε η Αρχή, ως απάντηση στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο "υπάγεται" υπηρεσιακά κατά τον νόμο. Η Αρχή απαντά ότι όντως το νομικό πλαίσιο χρήζει τροποποιήσεων εισηγούμενη ορισμένες από αυτές, καλώντας έτσι τον νομοθέτη να επέμβει στην "δικαστική" εξουσία των... εισαγγελέων. Στην απάντηση της, η Αρχή ακολουθεί όλα αυτά που έχουν υποστηριχθεί και στην καταγγελία των οργανώσεων, αλλά και στην σχετική βιβλιογραφία: ο εισαγγελέας οφείλει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, οι αλλαγές που αντιγράφει η Αρχή από την βιβλιογραφία, χωρίς βέβαια να παραθέτει, κατά την προσφιλή της συνήθεια, παραπομπές, είναι: 

α) ότι η εισαγγελική διάταξη πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη και να εξειδικεύει τον σκοπό που επιβάλλει στην συγκεκριμένη περίπτωση την δημοσιοποίηση των στοιχείων που εξαντλητικά θα αναφέρει, 
β) να αναφέρεται ο τρόπος της δημοσιοποίσης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει για να μην καταλείπονται "περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στις Αρχές που θα κληθούν να την εφαρμόσουν" και 
γ) να θεσπιστεί δικαίωμα ασκήσεως από τον κατηγορούμενο, εντός πολύ σύντομης προθεσμίας, προσφυγής κατά της εισαγγελικής διάταξης, σε ανώτερο ιεραρχικά εισαγγελέα που θα αποφαίνεται σε πολύ σύντομη επίσης προθεσμία η άσκησ της οποίας θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. 

Οι προτάσεις αυτές που κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ολοκληρωμένες. Η δημοσιοποίηση δεν είναι δυνατόν να γίνεται για κάθε είδους αδίκημα με τον ίδιο τρόπο. Είναι γνωστό ότι για τα αδικήματα λ.χ. που σχετίζονται με την σεξουαλικότητα, σε άλλες χώρες υπάρχουν μητρώα για sex offenders, πρόσβαση στα οποία μπορεί να έχει κάθε ενδιαφερόμενος. Αλλά: πρόσβαση, όχι γενική δημοσιότητα. Προκαλεί κατάπληξη που η Αρχή δεν τολμάει να διατυπώσει αυτές τις διαφοροποιήσεις, ενώ τόσο η Σύσταση (R) 15 του 1987, όσο και η ίδια η Απόφαση-Πλαίσιο για την προστασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις επιβάλλουν την διάκριση ανάλογα με τις κατηγορίες των προσωπικών δεδομένων. Δεν αρκούν δύο - τρεις βελτιώσεις της διάταξης: χρειάζεται ένα πλήρες νομοθέτημα που να καθορίζει με σαφήνεια το πλαίσιο της ροής προσωπικών πληροφοριών για την εξυπηρέτηση των αναγκών της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. 

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι ο μοναδικός δημόσιος φορέας στην Ελλάδα, ο οποίος -κατ΄ αποτέλεσμα- αποφάνθηκε ότι νομίμως δημοσιοποιήθηκαν τα προσωπικά δεδομένα των οροθετικών γυναικών που συνελήφθησαν και διαπομπέφθηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Πρόκειται για τον πιο πανυγηρικό τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε ένα  ανεξάρτητο δημόσιο όργανο να διακηρύξει ότι έχει αποτύχει παντελώς στην αποστολή που του έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα. 



To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...