Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2012

Μια νέα αρχή

Χθες το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων με εξέλεξε Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης, με την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 που προβλέπει ο νόμος. 

Όσες και όσοι παρακολουθείτε το e-lawyer στα 7 χρόνια που λειτουργεί, γνωρίζετε την πεποίθησή μου ότι οι διαφορές των πολιτών με τις δημόσιες αρχές μπορούν και πρέπει να επιλύονται με εξωδικαστικούς τρόπους, οι οποίοι όμως δεν θα θίγουν τα ατομικά δικαιώματα χάριν του συμβιβασμού.

Με το ζήτημα του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης, του νέου θεσμού που προβλέπει ο Καλλικράτης για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών και την πρόταση βελτιώσεων των δημοτικών υπηρεσιών ασχολούμαι από το 2010, συγκροτώντας και μια ομάδα εργασίας που αναζήτησε πληροφορίες από άλλες χώρες, αλλά και  πρακτικές ιδέες για την  οργάνωση και λειτουργία του θεσμού στον Δήμο Αθηναίων. Ο θεσμός ενσωματώνει μια σύνθετη αποστολή για την ενίσχυση της δικαιοσύνης, της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης, της εξασφάλισης των δικαιωμάτων δημοτών και επιχειρήσεων. Yπήρξαν δήμοι που ακολούθησαν κι εφάρμοσαν στοιχεία της πρότασης που δημοσιεύσαμε τότε. Μέσα στο 2011 εκλέχθηκαν Συμπαραστάτες σε ορισμένους δήμους και περιφέρειες και γι' αυτό η πρόταση επικαιροποιήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία που ενσωματώθηκε στις ετήσιες εκθέσεις τους. Η επικαιροποιημένη πρόταση συνόδευσε την χθεσινή υποψηφιότητα. 

Ευχαριστώ και συγχαίρω όλες και όλους που εργάστηκαν για την επίτευξη της ευρείας διαπαραταξιακής συναίνεσης στο δημοτικό συμβούλιο, η οποία οδήγησε τελικά στην συγκέντρωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας.

Είμαι στη σπάνια θέση, να έχω την δυνατότητα να επιδιώξω την εφαρμογή των αρχών στις οποίες είμαι αφιερωμένος, ως νομικός. Και αυτήν την θεσμική δυνατότητα θα αξιοποιήσω σε όλη της την πληρότητα. 


Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2012

Δικαστής διατάζει το Twitter να χορηγήσει στοιχεία

Μια δικαστική διάταξη ενός Δικαστή της Νέας Υόρκης έρχεται να επανατοποθετήσει το ζήτημα της άρσης του απορρήτου στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, τουλάχιστον στο πλαίσιο του αμερικανικού δικαίου. Η υπόθεση αφορά έναν διαδηλωτή της Occupy Wall Street, ο οποίος διώκεται για ανάρμοστη συμπεριφορά, επειδή κινήθηκε στο οδόστρωμα της Γέφυρας του Μπρούκλιν, αντί για το πεζοδρόμιο. Ο διαδηλωτής ισχυρίζεται ότι οι αστυνομικοί οδήγησαν τους διαδηλωτές στο οδόστρωμα, ισχυρισμό που οι αρχές επιθυμούν να ανατρέψουν, ζητώντας από το Twitter να τους χορηγήσει δεδομένα του χρήστη προκειμένου να εξεταστεί τι ακριβώς συνέβη. 

Αρχικά ο τοπικός εισαγγελέας έστειλε μια κλήτευση στο Τwitter με το οποίο ζητούσε τα στοιχεία του χρήστη. Το Twitter ενημέρωσε τον χρήστη ότι υπήρχε αυτή η κλήτευση, με αποτέλεσμα ο χρήστης να την προσβάλλει δικαστικά. Τότε το Twitter αποφάσισε να περιμένει την απόφαση επί της προσφυγής που είχε υποβάλλει ο ίδιος ο χρήστης και μέχρι τότε να μην εκτελέσει την εντολή χορηγώντας τα δεδομένα. To δικαστήριο όμως απέρριψε το αίτημα του χρήστη, με την αιτιολογία ότι δεν είχε ιδιοκτησιακό δικαίωμα στα δεδομένα κι ως εκ τούτου, ο χρήστης δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλλει την κλήτευση που απευθυνόταν στο Twitter. Πρόκειται για μια από τις αγκυλώσεις του αμερικάνικου δικαίου που εξακολουθεί σε ενα βαθμό να ταυτίζει την ιδιωτικότητα με την ιδιοκτησία, ενώ πρόκειται για προφανώς διακριτά ατομικά δικαιώματα. Ωστόσο, η απόφαση βασιζόταν και στους Όρους Χρήσης του Twitter, που δεν αναγνώριζαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στα δεδομένα των χρηστών, ενώ σε μεταγενέστερο χρόνο, οι Όροι μεταβλήθηκαν αναφέροντας ρητώς ότι "διατηρείτε κάθε δικαίωμά σας στο περιεχόμενο που υποβάλλετε, αναρτάτε ή παρουσιάζετε μέσω της υπηρεσίας". 

Στη συνέχεια, αφού ο χρήστης δεν είχε έννομο συμφέρον, το ίδιο το Twitter προσέβαλε την κλήτευση, προκειμένου να μην χορηγήσει τα στοιχεία του χρήστη στις αρχές. Το Twitter ανέφερε ότι δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζεται έννομο συμφέρον στους χρήστες και να πρέπει το ίδιο κάθε φορά να προσβάλλει δικαστικώς τις κλητεύσεις.  Η διάταξη που εξέδωσε ο δικαστής (βλ. εδώ) έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα του Twitter, περιορίζοντας τον όγκο των δεδομένων στην χρονικά κρίσιμη περίοδο (γιατί οι αρχές ζητούσαν πληροφορίες κι από μεταγενέστερες του συμβάντος περιόδους), επιβάλλοντας στο κράτος να ζητήσει την έκδοση εντάλματος έρευνας για τα υπόλοιπα δεδομένα. Ο δικαστής αναφέρει στην απόφασή του ότι τα twits αποτελούν δημόσια έκφραση και ότι δεν είναι το ίδιο με ένα e-mail, ένα dm, ένα προσωπικό chat, ή οποιοδήποτε άλλο μέσο προσωπικής συνομιλίας που υπάρχει σήμερα διαθέσιμο στο διαδίκτυο. Και καταλήγει ότι "δεν υπάρχει εύλογη προσδοκία ιδιωτικότητας για τα twits που ο ίδιος ο χρήστης κατέστησε δημόσια".  Οπότε, κατά τον δικαστή είναι κρίσιμο ότι ο ίδιος ο χρήστης επέλεξε να δημοσιοποιήσει την πληροφορία, ενώ εάν ήθελε να την κρατήσει σε σφαίρα περιορισμένης προσβασιμότητας, μπορεί να είχε προχωρήσει σε αυτή την επιλογή του (υπάρχουν και "κλειδωμένα" twits, στα οποία δεν αναφέρεται η απόφαση). 

Θεωρώ ότι σε ένα βαθμό, ο αμερικάνος δικαστής υποπίπτει στο ίδιο νομικό σφάλμα της γνωμοδότησης Σανιδά του 2009, στην οποία αναφερόταν ότι "δεν υπάρχει απόρρητο στο Διαδίκτυο", για όσα λέγονται δημόσια. Ο αντίλογος είναι ότι το απόρρητο μπορεί να μην καλύπτει το περιεχόμενο ενός δημόσιου μηνύματος, καλύπτει όμως σαφέστατα τα "εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας" που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία προκειμένου αυτό το μήνυμα να αναρτηθεί σε δημόσια θέα, δηλαδή τα δεδομένα κίνησης και θέσης, από τα οποία μπορούν να εξαχθούν πληροφορίες για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του χρήστη, μιας ταυτότητας που, ανεξάρτητα από την δημόσια έκφραση ο χρήστης μπορεί κι έχει εύλογη προσδοκία ότι παραμένει απόρρητη. Όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, το Σύνταγμα δεν επιβάλλει σε κανένα άτομο ως προϋπόθεση για την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης την υποχρέωση να υπογράφει όσα λέει.  Παράλληλα, το Σύνταγμα προβλέπει δικαστικές και νομικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου: αν δεν τηρηθούν τότε θα πρόκειται για παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια κι αν ληφθούν οι αποφάσεις τους θα είναι ανατρέψιμες σε επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. 

Στην Ευρώπη, ένας δικαστής δεν θα ήταν νομιμοποιημένος να πει με την ευκολία του αμερικάνου ότι πρέπει να λειτουργήσει δικαιοπλαστικά σε ένα αίτημα άρσης απορρήτου. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προϋποθέτει ως ανεξαίρετο κανόνα ότι μόνο εφόσον υπάρχει νόμος (και μάλιστα προσβάσιμος για τα άτομα και προβλέψιμων συνεπειών από την τυχόν παράβασή του), μπορεί να υποχωρήσει η προστασία της ιδιωτικότητας. Δηλαδή εάν δεν υπάρχει νομική σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου η ΕΣΔΑ δεν επιτρέπει περιορισμούς στην ιδιωτικότητα. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου ξεκαθάρισε ότι δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις ως εργοδότης δεδομένα που παράγονται από την χρήση του υπολογιστή του εργαζόμενου, εάν δεν υπάρχουν σαφείς κανονιστικές διατάξεις που αναφέρουν τις προϋποθέσεις για μια τέτοια επεξεργασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε το Ηνωμένο Βασίλειο επειδή ο διευθυντής ενός δημόσιου κολλεγίου αναζήτησε πληροφορίες για τις ιστοσελίδες που επισκεπτόταν μια γραμματέας καθώς και των e-mail της και των τηλεφωνικών κλήσεών της, χωρίς να υπάρχει επαρκής νομική βάση, παρόλο που αφορούσε τον εξοπλισμό του κολλεγίου. Έτσι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέστησε απολύτως σαφές ότι είναι άλλο η ιδιοκτησία των μέσων επικοινωνίας (που ανήκε στο Δημόσιο) κι άλλο η ιδιωτικότητα του εργαζόμενου (που αφορούσε τις πληροφορίες που διακινήθηκαν μέσα από τις κρατικές υποδομές). 

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο αμερικάνος δικαστής μπορεί να είναι εύλογο και δίκαιο κατά το αμερικάνικο δίκαιο και κατά το κοινό περί δικαίου αίσθημα: να μην χρησιμοποιείται καταχρηστικά το απόρρητο για να αποφεύγεται η λογοδοσία ενώπιον των δικαστικών αρχών. Από την άλλη πλευρά, ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, ακόμη κι αν συμφωνεί με αυτή την θέση, δεν μπορεί να παρακάμψει το θεσμικό εγγυητικό κενό σε επίπεδο ασφάλειας δικαίου: να αρθεί το απόρρητο, αλλά όχι για οποιονδήποτε λόγο και σίγουρα όχι επειδή το αποφάσισε απροϋπόθετα ένας δικαστής. Η άρση του απορρήτου είναι μια σοβαρή επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα (όχι μόνο της ιδιωτικότητας τελικά, αλλά και της ίδιας της ελευθερίας της έκφρασης) η οποία προϋποθέτει την σύμπραξη και των τριών κρατικών λειτουργιών κι όχι μόνο της δικαιοσύνης: πρέπει ο δημοκρατικά εκλεγμένος νομοθέτης να έχει προσδιορίσει με σαφήνεια τις γενικές προϋποθέσεις που θα ισχύουν για όλους, όσων αιτείται η άρση του απορρήτου. Και οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να αποτελούν κοινή γνώση, με τα μέσα δημοσιοποίσης των κρατικών κανόνων, ώστε να είναι σε θέση καθένας να ρυθμίζει την συμπεριφορά του και να αποφεύγει απρόβλεπτες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή. 


Ευχαριστώ τον κ. Ερρίκο Κλόπφερ από τον ΣΚΑΪ που με ενημέρωσε για την υπόθεση. 


Τρίτη, Ιουλίου 10, 2012

"Μίσος στους δρόμους" - Ξενοφοβική βία στην Ελλάδα

Η διεθνής οργάνωση Human Rights Watch δημοσιοποίησε σήμερα μια έκθεση 99 σελίδων με τίτλο "Μίσος στους δρόμους - Ξενοφοβική βία στην Ελλάδα" (.pdf). Στην έκθεση καταγράφεται η αποτυχία της αστυνομίας και της δικαιοσύνης στην αποτροπή και την τιμώρηση των επιθέσεων σε μετανάστες. Η οργάνωση αναφέρει ότι παρά τα διαρκώς αυξανόμενα περιστατικά, η αστυνομία δεν επεμβαίνει αποτελεσματικά για την προστασία των θυμάτων και τη λογοδοσία των δραστών. Η έκθεση επισημαίνει ότι το δικαστικό σύστημα λειτουργεί αποτρεπτικά για την καταγγελία των περιστατικών και ο νόμος του 2008 που καθιστά επιβαρυντική περίσταση το φυλετικό μίσος δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα. 

Το σχετικό δελτίο τύπου της οργάνωσης μπορείτε να δείτε εδώ
Η σύνοψη της έκθεσης και οι συστάσεις είναι αναρτημένες εδώ

Μετάφραση της σύνοψης και των συστάσεων στα Ελληνικά: 


Human Rights Watch: Μίσος στους Δρόμους - Ξενοφοβία στην Ελλάδα
Περίληψη και Βασικές Συστάσεις

Aπό τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα έγινε η μεγάλη πύλη μεταναστών χωρίς χαρτιά και αιτούντων άσυλο από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη. Ολόκληρη η χώρα μεταβλήθηκε δημογραφικά, λόγω της πολυετούς κακοδιαχείρισης της μετανάστευσης και της πολιτικής ασύλου, αλλά και πιο πρόσφατα, λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Το κέντρο της Αθήνας, ιδίως, περιλαμβάνει μεγάλο πληθυσμό αλλοδαπών που ζουν σε ακραία φτώχεια, καταλαμβάνοντας εγκαταλειμένα κτίρια, πλατείες και πάρκα. Ενώ οι τουρίστες είναι καλοδεχούμνοι, οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο αντιμετωπίζουν ένα εχθρικό περιβάλλον, ενώ κινδυνεύουν να κρατηθούν σε απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες, να υποφέρουν από την ένδεια και να υποστούν ξενοφοβική βία.

"Είμαστε άνθρωποι και δεν επιτρέπεται να μας μεταχειρίζονται έτσι. Δεν είμαι ζώο να με κυνηγούν με ρόπαλαDouglas Kesse, από την Γκάνα, αιτών άσυλο, 11.1.2012.



Τον Μάιο του 2011, ύστερα από τον φόνο ενός Έλληνα, του Μανώλη Καντάρη, στο κέντρο της Αθήνας, συμμορίες Ελλήνων, με προφανές κίνητρο τα αντίποινα για τον φόνο, επιτέθηκαν αδιακρίτως σε μετανάστες και αιτούντες άσυλο, κυνηγώντας τους στους δρόμους, πετώντας τους έξω από λεωφορεία, χτυπώντας και μαχαιρώνοντάς τους.

Το ξέσπασμα της αντιμεταναστευτικής βίας αποτελούσε λόγο σοβαρής ανησυχίας. Ωστόσο, οι επιθέσεις εναντίον μεταναστών και αιτούντων άσυλο είχαν ξεκινήσει πολύ πριν τον Μάιο του 2011 και συνεχίστηκε από τότε με τρομακτική συχνότητα, τόσο στην Αθήνα, όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μετανάστες και αιτούντες άσυλο μίλησαν στην Human Rights Watch για άτυπα απαγορευμένες περιοχές της Αθήνας, κατά τις βραδινές ώρες, λόγω του φόβου επιθέσεων από συχνά μαυροφορεμένες ομάδες Ελλήνων με βίαιες προθέσεις. Ο Yunus Mohammadi, πρόεδρος της ένωσης Αφγανών στην Ελλάδα, μας είπε ότι άρχισε να δείχνει στους νεοαφιχθέντες έναν χάρτη της Αθήνας με μια κόκκινη γραμμή γύρω από τις περιοχές που πρέπει να αποφεύγουν. "Αυτό ακριβώς έκανα στο Αφγανιστάν με τον Ερυθρό Σταυρό, για περιοχές που οι άνθρωποι δεν έπρεπε να πηγαίνουν επειδή γίνονταν μάχες", λέει ο  Mohammadi said. “Και να τώρα, που κάνω το ίδιο πράγμα σε μια Ευρωπαϊκή χώρα". Μια χώρα που υπερηφανεύεται για την φιλοξενία της, η Ελλάδα, έχει γίνει από την περασμένη δεκαετία μια χαρακτηριστικά αφιλόξενη χώρα για πολλούς αλλοδαπούς. Ενώ οι τουρίστες είναι ευπρόσδεκτοι, οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο αντιμετωπίζουν ένα εχθρικό περιβάλλον ενώ κινδυνεύουν να κρατηθούν σε απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες, να υποφέρουν από την ένδεια και να υποστούν ξενοφοβική βία. 


Η παρούσα έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις του Human Rights Watch που έγιναν με 59 ανθρώπους, οι οποίοι έπεσαν θύματα ή ξέφυγαν από ένα ξενοφοβικό περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων 51 σοβαρών επιθέσεων μεταξύ του Αυγούστου 2009 και του Μάιου 2012. Στα θύματα σοβαρών επιθέσεων περιλαμβάνονται μετανάστες και αιτούντες άσυλο εννέα διαφορετικών εθνικοτήτων, καθώς και δύο έγκυες γυναίκες. Από τις καταθέσεις των θυμάτων προκύπτουν κοινά χαρακτηριστικά: οι περισσότερες επιθέσεις γίνονται την νύχτα, σε κεντρικές πλατείες ή κοντά σε αυτές. Οι επιτιθέμενοι, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και γυναίκες, ενεργούν σε ομάδες και συνήθως φέρουν μαύρα ρούχα, με καλυμμένα από κουκούλες ή κράνη πρόσωπα. Δεν σπανίζουν οι επιθέσεις με γυμνές γροθιές, αλλά οι δράστες φέρουν συχνά επίσης ρόπαλα ή μπουκάλια μπύρας ως όπλα. Oι περισσότερες επιθέσεις συνοδεύονται από προσβολές και παραινέσεις εγκατάληψης της Ελλάδας και σε μερικές περιπτώσεις οι δράστες επίσης ληστεύουν τα θύματα.

Μεταξύ των μεταναστών και αιτούντων άσυλο που συνάντησε και πήρε συνέντευξη η Human Rights Watch είναι και ο Ali Rahimi, ένας Αφγανός αιτών άσυλο, τον οποίο μαχαίρωσαν πέντε φορές στον κορμό, έξω από ένα διαμέρισμα στον Άγιο Παντελεήμονα, τον Σεπτέμβριο του 2011. Ο  Mehdi Naderi, ένας Αφγανός μετανάστης χωρίς χαρτιά έχει μια ευδιάκριτη ουλή στην μύτη από μια επίθεση του Δεκεμβρίου του 2011, κατά την οποία τον χτύπησαν με ξύλα και σιδερόβεργες κοντά στην πλατεία Αττικής. Και το αριστερό χέρι μιας Αφγανής πρόσφυγα, της Maria N. σκίστηκε όταν την χτύπησαν δύο άντρες σε μια μοτοσυκλέτα, με ένα ξύλινο ρόπαλο με καρφιά. 

Οι ανησυχίες για την αυξανόμενη εγκληματικότητα και την αστική υποβάθμιση έχουν γίνει κυρίαρχο στοιχείο στις καθημερινές συζητήσεις καθώς και στον πολιτικό διάλογο. Κόμματα όλου του ιδεολογικού φάσματος συνδέουν κανονικά και ρητά την αντικανονική μετανάστευση με την παθογένεια της πόλης. Η χωρίς χαρτιά μετανάστευση και η εγκληματικότητα στην Αθήνα ήταν στην κορυφή των θεμάτων συζήτησης στις εθνικές εκλογές του Μάη και Ιούνη 2012. Εθνικιστικά, ακροδεξιά κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή έχουν αποκτήσει ισχύ και μεγάλη δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια, λόγω της εκμετάλλευσης του αντιμεταναστευτικού αισθήματος. Έχοντας κερδίσει μια έδρα στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας το 2012, η Χρυσή Αυγή έλαβε αρκετές ψήφους τον Ιούνιο του 2012 στις εθνικές εκλογές, ώστε να εισέλθει στην Βουλή για πρώτη φορά στην ιστορία της. Θα έχει 18 έδρες.

Η εκμετάλλευση της εύλογης ανησυχίας για την εγκλημτικότητα, σε συνδυασμό με την ευρύτατη δυσχέρεια που επέφερε η οικονομική κρίση, εμφανίζεται να ενδυναμώνει ένα κλίμα έλλειψης ανοχής απέναντι στους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο. Όπως είπε ένας κάτοικος της Αθήνας, "ποτέ δεν ήμουν ρατσιστής, αλλά τώρα έγινε. Γιατί δεν μπορούμε να τους στείλουμε όλους πίσω;" Οι λεγόμενες ομάδες πολιτών έχουν ξεφυτρώσει μέσα στα τελευταία χρόνια στο κέντρο της πόλης ως αυτόκλητες μονάδες παρακολούθησης, ισχυριζόμενες ότι έχουν οργανώσει περιπολίες στους δρόμους και ότι προστατεύουν τους κατοίκους διώχνοντας τους μετανάστες. Αφίσες με μισαλλόδοξα μηνύματα κατά των μεταναστών που υπογράφονται από αυτές τις ομάδες βρίσκονται αναρτημένες σε όλη την πόλη. Μολονότι δεν υπάρχει κάποια γνωστή αστυνομική έκθεση ή δικαστική απόφαση που να συνδέει τις ομάδες πολιτών με τις συμμορίες που οργανώνουν τις βίαιες επιθέσεις σε μετανάστες και αιτούντες άσυλο, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ώστε να υποτεθεί ότι οι δράστες αυτών των  βίαιων επιθέσεων είναι μέλη ή σχετιζόμενοι με αυτές τις ομάδες. Δύο άνδρες και μια γυναίκα που είναι υπόδικοι για το μαχαίρωμα ενός Αφγανού αιτούντος άσυλο τον Σεπτέμβριο του 2011 φέρονται ως μέλη μιας ομαδας πολιτών και τέτοιες ομάδες υπογράφουν απειλητικές αφίσες που έχουν αναρτηθεί στο κέντρο της Αθήνας. Οι κάτοικοι αποδίδουν ή κατηγορούν αυτές τις ομάδες που οργανώνουν δράσεις εναντίον των μεταναστών, όπως το κλείσιμο της παιδικής χαράς του Αγίου Παντελεήμονα, επειδή είχαν πολλούς αλλοδαπούς.

Η πραγματική έκταση της ξενοφοβικής βίας στην Ελλάδα είναι άγνωστη. Οι κυβερνητικές στατιστιές δεν είναι αξιόπιστες, λόγω της αποτυχίας του συστήματος της ποινικής Δικαιοσύνης στην έρευνα και δίωξη εγκλημάτων μίσους. Σοβαρό πρόβλημα είναι και ότι τα θύματα, ιδίως οι μετανάστες χωρίς χαρτιά, αποφεύγουν να καταγγέλλουν τα εγκλήματα. Η Ελληνική κυβέρνηση αναφέρει ότι σε όλη τη χώρα το 2009 έγιναν μόνο δύο εγκλήματα μίσους, ενώ το 2008 ένα. Τον Μάιο 2012 ο αρμόδιος εισαγγελέας της Αθήνας που έχει λόγω αρμοδιότητας όλες τις πληροφορίες όσον αφορά τα εγκλήματα μίσους είπε στην Human Rights Watch ότι από το 2011 υπάρχουν εννέα υπό εξέταση υποθέσεις ως πιθανά εγκλήματα μίσους.

Οι πηγές των μη κυβερνητικών οργανώσεων βοηθούν να καλυφθούν τα κενά. Τον Ιούνιο του 2011, ο διευθυντής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Νικήτας Κανάκης, εκτιμούσε ότι στην κλινική της οργάνωσης στην Αθήνα είχαν περιθάλψει 300 θύματα ρατσιστικών επιθέσεων. Ο Τζανέτος Αντύπας, επικεφαλής της Ελληνικής μη κυβερνητικής οργάνωσης (ΜΚΟ) Πράξις είπε ότι είχαν περιθάλψει 200 θύματα κατά την ίδια περίπου περίοδο. Τέλος, ένα δίκτυο ΜΚΟ κατέγραψε 63 περιστατιά μεταξύ του Οκτώβρη και του Δεκέμβρη 2011 στην Αθήνα και την πάτρα. Η Ελλάδα έχει σαφείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων να λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα για να αποτραπεί η ρατσιστική και ξενοφοβική βία, να εξεταστούν και να διωχθούν οι δράστες και πρέπει να καταδικάζει δημόσια και απερίφραστα αυτή τη βία. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν ανεξάρτητα από το εάν οι δράστες είναι υπάλληλοι του κράτους. 

Οι υποθέσεις που καταγράφονται σε αυτή την έκθεση δείχνουν ότι οι μετανάστες και αιτούντες άσυλο δυσχερώς μπορούν να δικαιωθούν. Τα θύματα των ξενοφοβικών επιθέσεων στην Αθήνα αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια στην καταγγελία των εγκλημάτων και στην ενεργοποίηση μιας αστυνομικής αντιμετώπισης των επιθέσεων. Οι εισαγγελείς και τα δικαστήρια δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να διώξουν επιθετικά την ρατσιστική και ξενοφογική βία. Λόγω της οικονομικής κρίσης και με το βάρος του ελέγχου της αντικανονικής μετανάστευσης, οι εθνικές αρχές - όπως και η ΕΕ και η διεθνής κοινότητα γενικά - έχουν κλείσει τα μάτια τους. Προκειμένου να εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό δίκαιο, η Ελλάδα τροποποίησε το 2008 τον Ποινικό Κώδικά της, αναγνωρίζοντας το ρατσιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση για την επιμέτρηση των ποινών. Mια εγκύκλιος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη το 2006 προς την Ελληνική Αστυνομία διέταξε την αστυνομία να διερευνά το πιθανό ρατσιστικό κίνητρο κατά την τέλεση εγκλήματος, όταν το επικαλούνται τα θύματα ή οι μάρτυρες, όταν αυτό υποστηρίζεται από ενδείξεις, όταν συνομολογείται από τον δράστη ή τους δράστες ή όταν ο φερόμενος δράστης/δράστες και το θύμα/τα θύματα του εγκλήματος ανήκουν σε διαφορετικές φυλετικές, θρησκευτικές ή κοινωνικές ομάδες ή αυτοπροσδιορίζονται έτσι. Πρατικά, η αστυνομία εμφανίζεται πλημμελώς προετοιμασμένη ή πλημμελώς διαθέσιμη για εξέταση καταγγελιών ρατσιστικής βίας. Δεν υπάρχει ειδική πρακτική εκπαίδευση στις αστυνομικές ακαδημίες και δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι υπάλληλοι με αρμοδιότητα την επιδίωξη ή εποπτεία εξέτασης για πιθανά εγκλήματα μίσους. Ενώ οι αναφερόμενοι έχουν άμεση βοήθεια - καλώντας για παράδειγμα ένα ασθενοφόρο- η Human Rights Watch άκουσε κατ΄επανάληψη ότι η αστυνομία αποθαρρύνει τα θύματα για την υποβολή επίσημων καταγγελιών. Τα θύματα που εξετάσαμε αναφέρουν ότι οι αστυνομικοί τους είπαν πως είναι ανούσιο να υποβάλουν μήνυση εάν δεν μπορούν να υποδείξουν θετικά τους δράστες ή ότι θα πρέπει απλώς να οργανωθούν να απαντήσουν. Η αστυνομία είπε στην Human Rights Watch ότι είναι δύσκολο να διερευνήσουν εγκλήματα κουκουλοφόρων. Ωστόσο, η αποτυχία της αστυνομίας στην αποτροπή ή την επιδίωξη διερεύνησης ακόμη και σε περιοχές που η βια είναι προβλέψιμη κι επαναλαμβανόμενη, αποδυναμώνει αυτή τη δικαιολογία. Τρία θύματα που επέμειναν ότι ήθελαν να βρουν το δίκιο τους έλαβαν την απάντηση ότι πρέπει να πληρώσουν ένα παράβολο 100 ευρώ που θεσπίστηκε το 2010 για να αποθαρρύνει τις αβάσιμες μηνύσεις, μολονότι δικαστικοί λειτουργοί είπαν στην Human Rights Watch ότι τα εγκλήματα μίσους πρέπει να διώκονται αυτεπαγγέλτως, χωρίς να πρέπει το θύμα να υποβάλει επίσημη μήνυση (ή παράβολο). Τέλος, οι μετανάστες χωρίς χαρτιά έμαθαν ότι μπορει να τους επιβληθεί κράτηση εάν επιμείνουν να διεκδικήσουν το άνοιγμα μιας ποινικής υπόθεσης. Πράγματι, ο φόβος της κράτησης και της απέλασης είναι διάχυτος στις συνεντεύξεις, ως ο βασικός λόγος για τον οποίο οι μετανάστες ήταν επιφυλακτικοί στην αναζήτηση βοήθειας μετά από μια επίθεση, μολονότι η Human Rights Watch δεν κατέγραψε κάποια υπόθεση στην οποία τα θύματα όντως να κρατήθηκαν ή να απελάθηκαν από την Ελλάδα κατόπιν υποβολής μηνύσεως. 

Οι απαντήσεις από την Δικαιοσύνη ήταν επίσης ανεπαρκείς. Όπως προαναφέρθηκε, το ρατσιστικό κίνητρο θεσπίστηκε ως επιβαρυντική περίσταση της τέλεησςη του εγκλήματος, το 2008, δίνοντας στους δικαστές την ευχέρεια να επιβάλουν την ανώτατη ποινή για κάθε δεδομένο έγκλημα. Απ' όσο γνωρίζουμε, ο ρατσισμός ως επιβαρυντική περίσταση δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την θέσπιση του. Η Εισαγγελία πρωτοδικών Αθηνών δεν έχει εξειδικευμένους εισαγγελείς για τον άμεσο χειρισμό ή την εποπτεία των εγκλημάτων μίσους, όπως αυτά που οφείλονται σε ρατσιστική ή ξενοφοβική βία. 

Οι εθνικές αρχές σε μεγάλο βαθμό τείνουν να υποβαθμίσουν την έκταση του προβλήματος, αλλά τελευταία έχουν γίνει θετικά βήματα. Μια διυπουργική ομάδα εργασίας συνεδρίασε τον Απρίλιο του 2012 προκειένου να συζητήσει μέτρα για την έγερση της επίγνωσης όσον αφορά την ρατσιστική και ξενοφοβική βία στην αστυνομία, όπως επίσης και να βελτιωθεί η καταγραφή των ρατσιστικών εγκλημάτων. Αυτά περιλαμβάνουν την χρήση μιας ειδικής φόρμας από την αστυνομία και το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης και την δημιουργία μιας κεντρικής βάσης δεδομένων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Επίσης, τον Απρίλιο του 2012, το υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να συντάξει ειδικές κατευθυντήριες γραμμές προς τους εισαγγελείς, ώστε να τους βοηθήσει να χειριστούν την ρατσιστική βία. Τέλος, υπάρχι συζήτηση σχετικά με την μεταρρύθμιση του ποινικού δικαίου ώστε να ενδυναμωθεί το πεδίο εφαρμογής και η εφαρμογή της επιβαρυντικής περίστασης του ρατσιστικού κινήτρου. 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει να παίξει έναν σοβαρό ρόλο ώστε να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα τηρεί την υποχρέωσή της να αποτρέψει και να διώξει αποτελεσματικά την ρατσιστική βία. Μέχρι τώρα, τα Ευρωπαϊκά όργανα έχουν δώσει λίγη έως καθόλου προσοχή στην ενίσχυση του αντιμεταναστευτικού αισθήματος και στα περιστατικά εναντίον μεταναστών και αιτούντων άσυλο. Υπάρχει ακόμη η πίεση στην Ελλάδα από τους Ευρωπαίους γείτοντές της να έχει την ευθύνη για έναν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό αιτούντων άσυλο αφενός και να διασφαλίσει τα εσωτερικά κι εξωτερικά σύνορα της ΕΕ αφετέρου, γεγονός που έχει συμβάλει στην παρούσα αφόρητη κατάσταση. Οι σοβαρές περικοπές στον προϋπολογισμό που απορρέουν από τα μέτρα λιτότητας που έλαβε η Ελλάδα έχουν επίσης αποδυναμώσει την αστυνομική δύναμη και την παροχή των υπηρεσιών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την αποτροπή κοινωνικών εντάσεων και την γιγάντωση της βίας. 

Ωστόσο, αυτή η πραγματικότητα δεν απαλλάσσει την Ελλάδα από το καθήκον της να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Δεν υπάρχει δικαιολογία για την κάλυψη με ασυλία των συμμοριών βίας που βλάπτουν μετανάσες και αιτούντες άσυλο. Οι Ελληνικές αρχές πρέπει να λάβουν επείγοντα μέτρα για να εξαλείψουν αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο. 


Κύριες συστάσεις

Στην Ελληνική Κυβέρνηση


• Δημόσια και κατηγορηματική καταδίκη, στο ανώτατο επίπεδο, των περιστατικών ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας. 



• Επείγουσα αντιμετώπιση των ελλείψεων της αστυνομίας όσον αφορά την αποτροπή και διερεύνηση καταγγελιών ρατσιστικής βίας με:
- γρήγορη εισαγωγή ειδικής φόρμας για την καταγραφή ισχυρισμός ρατσιστικής βίας και της κεντρικής βάσης δεδομένων
- διοργάνωση υποχρεωτικής και κατάλληλης εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα και εντός υπηρεσίας εκπαίδευση στη διαλεύκανση, αποτροπή, αντιμετώπιση και διερεύνηση των εγκλημάτων μίσους, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας για όλους τους αστυνομικούς υπαλλήλους και
- έκδοση αναλυτικών οδηγιών για την αστυνομία σχετικά με την διερεύνηση των εγκλημάτων μίσους, συμπεριλαμβανομένης της ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας
και


• Θέσπιση κι εφαρμογή μιας αποτρεπτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της ξενοφοβικής βίας, συμπεριλαμβανομένων των κατάλληλων εφοδίων επιβολής του νόμου σε περιοχές με υψηλούς δείκτες τέτοιας βίας.


• Διασφάλιση είτε μέσω νομοθεσίας είτε μέσω δεσμευτικών εγκυκλίων ότι ανεξάρτητα από τη φύση της προσβολής, κάθε έγκλημα που μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως έγκλημα μίσους αποτελεί αντικείμενο υποχρεωτικής κρατικής δράσης - διερεύνησης και δίωξης - χωρίς την προϋπόθεση του να καταβληθεί από το θύμα το παράβολο των 100 ευρώ. 


• Βελτίωση της ανταπόκρισης της δικαιοσύνης με 
- αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα ώστε να βελτιωθεί το εύρος και η εφαρμογή της επιβαρυντικής περίστασης του ρατσιστικού κινήτρου,
- οργάνωση κατάλληλης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας ειδικών σεμιναρίων σε τμήματα διαρκούς επαγγελματικής εκπαίδευσης για τους εισαγγελείς και τους δικαστές στην εθνική και ευρωπαϊκή αντιρατσιστική νομοθεσία και 
- ενθάρρυνση του διορισμού ενός ή περισσότερων ειδικών εισαγγελέων σε εισαγγελίες όπως της Αθήνας, προκειμένου να παράσχουν τεχνική εξειδίκευση σε συναδέλφους τους για την δίωξη τέτοιων υποθεσεων. 

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να αξιολογήσει την συμμόρφωση της Ελλάδας με τις υποχρεώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων όσον αφορά την πρόληψη και την δίωξη ρατσιστικής και άλλης βίας μίσους και να επιχορηγήσει την υποστήριξη πρωτοβουλιών για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις στην κρατική δράση εναντίον της ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας, όπως επίσης και να επιχορηγήσει εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού.


Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2012

Mεταβολή "μικρού" ονόματος για συνειδησιακούς λόγους


Η μεταβολή του κύριου ("μικρού")  ονόματος για συνειδησιακούς λόγους απασχολεί ολοένα και περισσότερους πολίτες. Από τη στιγμή που γνωστοποιήθηκε ότι η διαγραφή θρησκεύματος από τα ληξιαρχεία γίνεται με μια απλή δήλωση, υπήρξαν αιτήματα πολιτών για διαγραφή. Στη συνέχεια, αυτούς τους πολίτες απασχολεί το αίτημα της μεταβολής κύριου ονόματος που αντιστοιχεί σε ιερές μορφές του αρχικού θρησκεύματός τους. Ενώ όμως η διαγραφή του θρησκεύματος, όπως και η μεταβολή του επωνύμου, γίνονται με αιτήσεις προς την Διοίκηση, η μεταβολή του κύριου ονόματος αποφασίζεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (άρθρ. 13 παρ. 1 Ν 344/1976).

Ο νόμος αναφέρει ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει το κατά πόσον υπάρχει "σπουδαίος λόγος", ο οποίος δικαιολογεί την μεταβολή του κύριου ονόματος. Υπάρχουν, για παράδειγμα, δικαστικές αποφάσεις που απορρίπτουν την μεταβολή του κύριου ονόματος όταν ο επικαλούμενος λόγος κρίνεται ήσσονος σημασίας. Δεν λείπουν πάντως και αποφάσεις κατά τις οποίες ένα μη εύηχο όνομα δικαιολόγησε τέτοια μεταβολή. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αφορά την μεταβολή του ονόματος "Γκόλφω", λόγω του προβλήματος που αντιμετώπιζε η αιτούσα από τον συσχετισμό της με ηρωϊδα διαφήμισης ανθρακούχου νερού! Λόγοι συνειδησιακοί πάντως, όπως είναι η μεταβολή του θρησκεύματος, έχουν ήδη κριθεί επαρκείς για την μεταβολή. Στην απόφαση 430/2003, το μονομελές πρωτοδικείο Πάτρας έκρινε ότι η μεταβολή του θρησκεύματος αποτελεί και σπουδαίο λόγο για την μεταβολή του κύριου ονόματος: "«…η βούληση του αιτούντος για μεταβολή του ονόματός του, ενόψει της ανωτέρω μεταβολής της θρησκευτικής του πίστης, κρίνεται δικαιολογημένη και επιβαλλόμενη από σπουδαίο λόγο, που συνδέεται άρρηκτα με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση του, ως και κατ` ουσία βάσιμη και να μεταβληθεί το κύριο όνομα αυτού, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα...».

Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να αναθέσουν την σχετική εντολή σε πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος υποβάλλει το αίτημα στο δικαστήριο και το κοινοποιεί με δικαστικό επιμελητή στον αρμόδιο εισαγγελέα. Κατά την ημέρα της δικασίμου, προσκομίζονται όλα τα σχετικά έγγραφα που υποστηρίζουν το αίτημα και, στη συνέχεια, αναμένεται η έκδοση της απόφασης. Σε περίπτωση θετικής έκβασης, η τελεσίδικη απόφαση με την οποία διατάσσεται η μεταβολή του ονόματος προσκομίζεται στο ληξιαρχείο, το οποίο είναι υποχρεωμένο να προβεί στην σχετική μεταβολή.  

Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2012

Πρόστιμο για προσωπικά δεδομένα σε πολιτική αφίσα


Πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ επέβαλε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σε πολιτικό φορέα για την χρήση προσωπικών δεδομένων σε  αφίσα (βλ. την απόφαση 117/2012 εδώ). Συγκεκριμένα, επρόκειτο για τη χρήση φωτογραφίας τριών προσώπων, τα οποία συμμετείχαν στην συνάντηση των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα στις 25.5.2011, εικόνα που  χρησιμοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή τους, σε μεγάλου μεγέθους πολιτική αφίσα, η οποία τοποθετήθηκε σε κεντρικούς δρόμους διαφόρων πόλεων. 

Η απόφαση της Αρχής λαμβάνει υπόψη της ότι η πολιτική επικοινωνία αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα, το οποίο βασίζεται στα άρθρα 5, 5Α και 14 του Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και ο σεβασμός στην ιδιωτική ζωή γνωρίζουν επίσης συνταγματική κατοχύρωση στα άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι κατ' αρχήν το δικαίωμα της πολιτικής πληροφόρησης αποτελεί υπέρτερο έννομο συμφέρον, το οποίο υπερέχει προφανώς του δικαιώματος του ατόμου για προστασία  των προσωπικών του δεδομένων. 

Ωστόσο, η χρήση της εικόνας του προσώπου των τριών συμμετεχόντων στην εκδήλωση των Αγανακτισμένων, κρίθηκε από την Αρχή ότι μπορούσε να δημιουργήσει στο μέσο πολίτη την πεπλανημένη εντύπωση ότι οι εικονίζόμενοι ανήκουν πολιτικά στο χώρο του εν λόγω πολιτικού φορέα. Έτσι, η χρήση της φωτογραφίας αποτελούσε ένα ανακριβές προσωπικό δεδομένο και μάλιστα ευαίσθητο, καθώς κρίθηκε ότι θα μπορούσε να αντανακλά τις πολιτικές πεποιθήσεις των εικονιζόμενων (τα ευαίσθητα δεδομένα είναι: φυλετική εθνική καταγωγή, πολιτικά φρονήματα, θρησκευτικές/φιλοσοφικές πεποιθήσεις, συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, υγεία, κοινωνική πρόνοια, ερωτική ζωή, ποινικές διώξεις και καταδίκες και συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων). Η Αρχή έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα ήταν στελέχη Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, με αυξημένη υποχρέωση για τήρηση πολιτικής ουδετερότητας, λόγω της αποστολής τους. 

Eίναι η πρώτη φορά που η Αρχή ασκεί την κυρωτική της αρμοδιότητα για την χρήση προσωπικών δεδομένων στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας. Ως δικηγόρος των εικονιζόμενων στην αφίσα προσώπων, κατά την ακρόαση ενώπιον της Αρχής αναφέρθηκα στη στάθμιση των δύο αντίρροπων συνταγματικών δικαιωμάτων, δηλαδή αφενός του δικαιώματος πολιτικής πληροφόρησης κι αφετέρου του δικαιώματος της ιδιωτικότητας και της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι παρόλο που η συμμετοχή των ατόμων αφορούσε μια δημόσια εκδήλωση στην κεντρικότερη πλατεία της χώρας, η Αρχή διασφάλισε τον δικαίωμά τους στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό, που θέτει ως προϋπόθεση την συγκατάθεση για την χρήση της εικόνας τους στο context του κομματικού marketing. Γιατί η πολιτική επικοινωνία, όπως και κάθε άλλη δημόσια δραστηριότητα, δεν επιτρέπεται να ασκείται με οποιοδήποτε τίμημα, αλλά πάντα με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. 

Κυριακή, Ιουλίου 01, 2012

"Μνημόνιο" και έλεγχος συνταγματικότητας

Στον πυρήνα της διάκρισης των λειτουργιών βρίσκεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας. Όσο πιο ελεύθερο είναι ένα δικαστήριο ή μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή (ή -κάποτε- και μια οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία) να απέχει από την εφαρμογή μιας πράξης της νομοθετικής λειτουργίας που αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, τόσο πιο σταθερά δομημένη είναι η ανεξαρτησία της. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει ένας σοβαρότατος αντίλογος: η ανάγκη για ασφάλεια δικαίου. Εάν οι νόμοι ανατρέπονται με απρόβλεπτη συχνότητα και πρακτική ευχέρεια, η διάχυτη αμφιβολία που δημιουργείται για το πραγματικά ισχύον δίκαιο ενδεχομένως θα θέσει σε κίνδυνο μια σειρά από βιοτικές περιστάσεις, στις οποίες η σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου είναι προϋπόθεση υπαρξιακής σημασίας. 

Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα περιορίζεται στην υποχρέωση του δικαστή να μην εφαρμόζει νόμο τον οποίο κρίνει αντισυνταγματικό, στην συγκεκριμένη υπόθεση που δικάζει και για την οποία οφείλει να εκδώσει δικαστική απόφαση (άρθρο 93 παρ.4 Σ.). Δεν περιλαμβάνει δηλαδή την εξουσία του δικαστή να καταργήσει το νόμο: αυτό είναι αρμοδιότητα του νομοθέτη. Μόνον σε μία περίπτωση προβλέπει το ελληνικό δίκαιο την κατάργηση νόμου από δικαστική αρχή: το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, όταν επιλύει την σύγκρουση ανάμεσα σε αντιφατικές αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων (Συμβουλίου της Επικρατείας - Αρείου Πάγου - Ελεγκτικού Συνεδρίου), έχει την αρμοδιότητα να κηρύξει διάταξη νόμου ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η απόφαση του ΑΕΔ δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για να επισφραγιστεί με αντίστοιχη δημοσιότητα προς αυτήν που είχε και ο καταργούμενος νόμος. 

Έτσι λοιπόν κάθε δικαστήριο στην Ελλάδα - κι όχι μόνο ένα ανώτατο δικαστήριο - οφείλει να απέχει από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, γι' αυτό κι ο έλεγχος αυτός λέγεται "διάχυτος", σε αντίστιξη προς τον "κεντρικό" έλεγχο που θα επιτελούσε ένα μεμονωμένο, συνταγματικό δικαστήριο (που δεν έχουμε). Η έλλειψη, όμως, συνταγματικού δικαστηρίου αποστερεί τους πολίτες κι από την δυνατότητα άμεσης προσφυγής εναντίον του αντισυνταγματικού νόμου: ο πολίτης μόνο στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης διαφοράς μπορεί να επικαλεστεί την αντισυνταγματικότητα και ο δικαστής μόνο παρεμπιπτόντως καλείται να αποφανθεί επί του θέματος, γι' αυτό και ο έλεγχος λέγεται "παρεμπίπτων" κι όχι "κύριος" όπως θα ήταν εάν υπήρχε συνταγματικό δικαστήριο. 

Ως προς το περιεχόμενο του ελέγχου της συνταγματικότητας, ο δικαστής καλείται να συγκρίνει τον νόμο με το Σύνταγμα και να αναζητήσει το κατά πόσον οι διατάξεις του πρώτου συμβαδίζουν με τις διατάξεις του δεύτερου. Η σύγκριση γίνεται με τις μεθόδους της νομικής ερμηνείας, δηλαδή με ένα σύνολο κριτηρίων που έχουν διαπλασθεί σταδιακά από τους θεωρητικούς, ερμηνευτές και εφαρμοστές του δικαίου (σχηματικά: γραμματική, ιστορική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία). Έτσι, η ορθότητα μιας δικαστικής κρίσης περί συνταγματικότητας ενός νόμου κρίνεται με γνώμονα το κατά πόσον ο εφαρμοστής του δικαίου: α) ακολούθησε όντως τις επιστημονικές μεθόδους (και δεν αποφάσισε αυθαίρετα)  και β)  εξέθεσε τις σχετικές λογικές διαδρομές με σαφήνεια στο αιτιολογικό της απόφασης (και δεν περιορίστηκε σε ταυτολογίες ή προσχηματικές - ονομαστικές αναφορές σε μεθόδους ερμηνείας). 

Στην υπόθεση του πρώτου "μνημονίου", δηλαδή του Ν.3845/2010, αρχικά το ζήτημα της συνταγματικότητας τέθηκε υπόψη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνδικαλιστικές οργανώσεις και μεμονωμένοι πολίτες προσέβαλαν δικαστικά τις διοικητικές πράξεις που είχαν εκδοθεί κατ' εφαρμογή του μνημονίου, ζητώντας τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητάς του, σε διάφορα επίπεδα τύπου και ουσίας. Από το εάν ο νόμος ψηφίστηκε με την συνταγματικά επιβεβλημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία έως το εάν οι ρυθμίσεις του μνημονίου είναι συμβατές με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης, κρίνοντας ότι ο νόμος δεν ήταν αντίθετος με το Σύνταγμα, καθώς οι περιορισμοί δικαιωμάτων που επιβάλλει επιτρέπονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος και δέχθηκε ότι δεν απαιτείτο αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γιατί το "μνημόνιο" δεν είναι διεθνής σύμβαση. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ανακοίνωσε ότι θα προσβάλλει την απόφαση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 

Σήμερα ήρθε στη δημοσιότητα μια απόφαση που αφορά το θέμα της "μνημονιακής" περικοπής της μισθοδοσίας μιας Α.Ε. του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η οποία καταλήγει σε αντίθετο αποτέλεσμα, απορρίπτοντας τα περί αναγκαιότητας λόγω δημοσίου συμφέροντος. Έκρινε δηλαδή ότι οι νόμοι που επιβάλλουν μειώσεις στους συγκεκριμένους εργαζομένους είναι αντίθετοι με το Σύνταγμα και διάφορες διατάξεις του, μεταξύ των οποίων και με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.), η οποία αποτελεί ένα κριτήριο που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο νομοθέτης όταν θέτει περιορισμούς στα ατομικά δικαιώματα. Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει ένα τριπλό στάδιο για τον έλεγχο του κατά πόσον ένας νομοθετικός περιορισμός ατομικού δικαιώματος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα: ο δικαστής εξετάζει κατά πόσον το επιβαλλόμενο νομοθετικό μέτρο είναι αναγκαίο ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου, κατάλληλο  (δηλαδή πρόσφορο να επιφέρει το προσδοκόμενο αποτέλεσμα) και σε επιτρεπτή ισορροπία από άποψη κόστους-οφέλους.   

Η απόφαση 559/2012, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η περικοπή μισθών, προέρχεται από ένα πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συγκεκριμένα από το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Το γεγονός ότι η Ειρηνοδίκης αποφάσισε διαφορετικά -ως προς αυτό το θέμα- από το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν θα έπρεπε να σοκάρει, γιατί η υποχρέωσή της να μην εφαρμόσει νόμο που κρίνει αντισυνταγματικό είναι εντελώς ανεξάρτητη από τις απόψεις κάθε άλλου δικαστηρίου, ακόμη και της ολομέλειας του ΣτΕ: αφού ο έλεγχος είναι διάχυτος και οι δικαστές δεσμεύονται μόνο από το Σύνταγμα και τη συνείδησή τους, δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις. Περαιτέρω, η απόφαση της Ειρηνοδίκου μπορεί να μην είναι τελική, εάν υποβληθεί έφεση ή και αναίρεση. Θα έχει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εάν η κρίση της Ειρηνοδίκου γίνει δεκτή στον δεύτερο βαθμό και εάν επικρατήσει και σε τυχόν απόφαση του Αρείου Πάγου, τί θα αποφανθεί το Α.Ε.Δ., καθώς τότε θα έχουμε "σύγκρουση" αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων, την οποία ενδέχεται να κληθεί να άρει το Α.Ε.Δ. με απόφαση που - όλως εξαιρετικώς - μπορεί ακόμη και να κηρύξει ανεφάρμοστο το "μνημόνιο", εάν υποθέσουμε ότι η σημερινή απόφαση αντέξει όλα αυτά τα πολλαπλά επίπεδο ελέγχου. 

Η απάντηση της έννομης τάξης στο μεγάλο ζήτημα της (αν)ασφάλειας δικαίου που επιφέρουν αυτές οι νομολογιακές αποκλίσεις, είναι ότι οι δικαστικές αποφάσεις (πλην της τελικής του Α.Ε.Δ.) δεν καταργιούν νόμο. Από την άλλη άποψη, τι ισχύ έχει ένας νόμος, εάν "κινδυνεύει" να παρακαμφθεί από ένα μονομελές δικαστήριο, την στιγμή που η ολομέλεια ενός ανώτατου δικαστηρίου έχει κρίνει οτι ο νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα; Κατά τη γνώμη μου, η λύση βρίσκεται και πάλι στην αιτιολογία της απόφασης: χωρίς να υποχρεούται, ο δικαστής που έχει διαφορετική άποψη από προγενέστερη δικαστική απόφαση, οφείλει όχι απλώς να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, αλλά και τα σημεία στα οποία σφάλλει η προγενέστερη απόφαση. Μια "γνήσια" στροφή στην νομολογία, επιβάλλει δηλαδή την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δικαστικές κρίσεις και δεν επιτρέπει - τουλάχιστον με όρους ασφάλειας δικαίου- την παρθενογένεση της αντισυνταγματικότητας, αφού το θέμα έχει ξανακριθεί. Αλλιώς δεν πρόκειται για στροφή, αλλά για μεμονωμένο περιστατικό. 

Με ανάστροφη φορά, σε ένα παρεμφερές κοινωνικό και οικονομικό θέμα, υπήρξαν πολλά Ειρηνοδικεία στη χώρα που έκριναν αντισυνταγματικό το "τέλος ακινήτου" (χαράτσι της Δ.Ε.Η.), επειδή δεν υπήρχαν διαβαθμίσεις ανάλογα με τις πραγματικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη να το αποπληρώσει. Και σε αυτές τις υποθέσεις, τα μονομελή δικαστήρια έκριναν με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, την οποια δεν την είχε λάβει υπόψη ο νομοθέτης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όμως, και πάλι διαφώνησε, κρίνοντας μεν αντισυνταγματική την κύρωση της διακοπής του ρεύματος για τις περιπτώσεις υπερημερίας, αλλά ταυτόχρονα απέρριψε τις ενστάσεις περί αντισυνταγματικότητας του ιδιου του τέλους. 

Το δίκαιο δεν είναι πάντοτε ό,τι μας αρέσει, ούτε βέβαια κάθε κρίση περί αντισυνταγματικότητας  είναι εξ ορισμού ορθή. Το ότι ένας δικαστής έκρινε την συνταγματικότητα δεν σημαίνει ότι θα πρέπει πάντοτε να χειροκροτείται - καθώς οι  πολιτικές εκτιμήσεις καθενός είναι out of context όταν μιλάμε για νομικά- αλλά με μοναδικό γνώμονα κατά πόσον η θεμελίωση της κάθε κρίσης α) υπάρχει και β) είναι επιστημονικά ευσταθής. Το σωστό/λάθος μιας δικαστικής απόφασης κρίνεται μόνο με βάση την αιτιολογία της και την αντοχή της νομικής τεκμηρίωσής της. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να μην διαπιστώσει κανείς - με "πολιτικούς" όρους- ότι τα μονομελή και κατώτερα δικαστήρια, σε αυτές τις υποθέσεις, ήταν πιο τολμηρά από το ανώτατο ΣτΕ.

Η περίπτωση επαναφέρει επίσης τη συζήτηση για την δημιουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, με το οποίο οι αποφάσεις θα είναι: α) άμεσες (δηλ. χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από πλείονα δικαστήρια) και β) τελικές. Είναι μια λύση υπέρ της ασφάλειας δικαίου. Είμαι όμως κατά της κατάργησης του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου: θεωρώ ότι διάκριση των λειτουργιών και πραγματική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης υπάρχει όταν κάθε δικαστής μπορεί πράγματι να απέχει από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαφοράς. Παράλληλα όμως προς αυτή τη δυνατότητα, ο πολίτης θα πρέπει να έχει και την δυνατότητα απ' ευθείας συνταγματικής προσφυγής σε ένα ανώτατο δικαστήριο που θα λύνει τελειωτικά το θέμα, με οριζόντια αποτελέσματα, δηλαδή κηρύσσοντας ανίσχυρο τον αντισυνταγματικό νόμο κι όχι απλώς γνωματεύοντας για την αντισυνταγματικότητά του. Υπάρχει ένας αντίλογος που λέει ότι οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου έχουν έναν τόσο τελειωτικό χαρακτήρα που ενδεχομένως να αποτελέσουν φραγμό για την εξέλιξη της νομολογίας. Δεν είναι αλήθεια: τίποτε δεν απαγορεύει το Συνταγματικό Δικαστήριο σε μεταγενέστερη υπόθεση να επανεξετάσει την θέση του και ενδεχομένως να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα. 

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...