Παρασκευή, Μαΐου 11, 2012

Βιβλίο: Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας

"Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας"
Λίλιαν Μήτρου
Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Σειρά: Δίκαιο και κοινωνία στον 21ο αιώνα


Αποτελεί γενική διαπίστωση των τελευταίων ετών ότι, όταν οι κρατικές αρχές αδυνατούν να ελέγξουν ένα παραβατικό φαινόμενο με τα συντεταγμένα εργαλεία της Δικαιοσύνης και των θεσμικών ελεγκτικών μηχανισμών, επιχειρούν να "παραδώσουν" στην κοινωνία τις πληροφορίες που αφορούν τους φερόμενους παραβάτες. Πρόκειται για μια κυνική επικοινωνιακή συμπεριφορά, κατά την οποία το κράτος νίπτει τας χείρας του, ομολογώντας πια ότι το ίδιο δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, επιδιώκοντας την κοινοποίηση του "κακού", το οποίο απέτυχε να αντιμετωπίσει.

Η δημόσια διαπόμπευση αποτελεί μια πρακτική αρκετά διαδεδομένη σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα, κυρίως περασμένων εποχών. Κάποτε γινόταν με την ανοχή ή την σιωπηρή παρότρυνση του κράτους. Σήμερα στην Ελλάδα, η δημόσια διαπόμπευση οργανώνεται επίσημα από κρατικές αρχές και απολαμβάνει ενίοτε την έγκριση λειτουργών της Δικαιοσύνης, ή ακόμη και ανεξάρτητων αρχών που έχουν την συνταγματική αποστολή της προστασίας των ατόμων από την κρατική αυθαιρεσία. Έτσι η δημοσιοποίηση των στοιχείων φερόμενων παραβατών αποτελεί μια παράλληλη "κύρωση", μια "προ-ποινή", η οποία ενδέχεται να έχει ακόμη πιο σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνική παράσταση και μερικές φορές και στην ίδια την ύπαρξη του ατόμου, απ' ό,τι η παραδοσιακή ποινική τιμωρία - όταν κι εφόσον αυτή τυχόν επιβληθεί. 

Με αυτό το φαινόμενο, το οποίο έχει βαθιές ρίζες, αλλά πλέον διαχέεται οριζόντια στις σύγχρονες πολιτικές καταστολής, ασχολείται η μελέτη της κ. Λίλιαν Μήτρου που φέρει τον σχεδόν καρκινικό τίτλο "η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας". Ήδη από τον τίτλο αντιλαμβανόμαστε την "κυκλικότητα" του ζητήματος: πρέπει να δημοσιοποιείται η -όποια επιβαλλόμενη- κύρωση; Ή μήπως η ίδια η δημοσιοποίησή της συνιστά άλλη μια,  πρόσθετη "κύρωση" - την ίδια την δημοσιότητα;

(Η κ. Μήτρου ήταν διδάσκουσα στο μεταπτυχιακό δημοσίου δικαίου που φοίτησα όπου μας δίδασκε νομικά θέματα της κοινωνίας της πληροφορίας. Επίσης έχει προλογίσει το δεύτερο νομικό βιβλίο μου και ήταν και στην παρουσίαση του τρίτου βιβλίου μου.Τα αναφέρω ως disclaimer για να ελέγξετε τον βαθμό της αντικειμενικότητάς μου). 

Η μελέτη αυτή ξεκινάει τοποθετώντας το ζήτημα στα συνταγματικά του πλαίσια: από νομική άποψη, η δημοσιότητα των κυρώσεων "δοκιμάζει" τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων των φερόμενων ως δραστών, εν όψει άλλων έννομων αγαθών. Οπότε το πρόβλημα τελικά ανάγεται στην αναζήτηση της ορθής ισορροπίας, της στάθμισης μεταξύ αφενός των δικαιωμάτων των δραστών κι αφετέρου των αντίρροπων επιδιώξεων της έννομης τάξης. Η ανάλυση των θεμελιωδών διατάξεων του συνταγματικού και ευρωπαϊκού δικαίου καθώς και η αναζήτηση της μεταξύ τους σχέσης, ως κανόνων κι εξαιρέσεων, αποτελεί την αφετηρία και σε άλλα έργα της κ. Μήτρου, την οποία σε αυτή τη μελέτη έχει επικαιροποιήσει, έτσι ώστε να εισάγει ακόμη και τους αμύητους σε αυτήν την προβληματική. 

Πιο μεγάλο ενδιαφέρον έχουν όμως οι επιμέρους αναλύσεις της μελέτης και οι τοποθετήσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις που απασχόλησαν τον νομοθέτη και τις αρχές, καθώς και η κριτική τοποθέτηση της κ. Μήτρου (μιας από τους συντάκτες του αρχικού νομοσχεδίου που κατέληξε στην ψήφιση του Ν.2472/1997), όσον αφορά την συνταγματικότητα νεότερων νομοθετικών ρυθμίσεων που εισέβαλαν στο πεδίο της προστασίας προσωπικών δεδομένων, προκειμένου να επιδιωχθεί η εξασφάλιση κι άλλων έννομων αγαθών. 

Στο πλαίσιο αυτών των ειδικότερων περιπτώσεων, εντάσσεται η κριτική της συγγραφέως για την ρύθμιση του ν.3625/2007, με την οποία καθιερώθηκε η αρμοδιότητα του εισαγγελέα να δημοσιοποιεί προσωπικά δεδομένων ποινικών διώξεων για σκοπούς προστασίας του κοινωνικού συνόλου και την πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των αδικημάτων. Η μελέτη επισημαίνει την αμφισβητήσιμη ανεξαρτησία των εισαγγελέων, ενόψει της θεσμοθετημένης ιεραρχικής δομής της εισαγγελικής αρχής, αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση θα πρέπει να επιτρέπεται όταν συντρέχουν "και" οι δύο αναγραφόμενοι νομοθετικοί στόχοι (προστασία κοινωνικού συνόλου + αξίωση της Πολιτείας για κολασμό των αδικημάτων) και, τέλος, αναγνωρίζει ότι η κρίση περί δημοσιοποίησης διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας (η οποία εξειδικεύεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.2472) και, κατά την οποία αρχή, τα δεδομένα πρέπει να είναι "συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας".  Εξαιρετικά επίκαιρες παρατηρήσεις, αν και το βιβλίο δημοσιεύθηκε πριν την υπόθεση της δημοσιοποίησης φωτογραφιών και ιατρικών δεδομένων οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών. Η κ. Μήτρου αναφέρει ότι, αφού η επιδίωξη είναι ο ποινικός κολασμός, "ως μοναδικά πρόσφορα στοιχεία θα πρέπει να μπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του υπόπτου/καταδικασθέντος (π.χ. ονοματεπώνυμο όταν αυτό είναι γνωστό, και περιγραφή  χαρακτηριστικών, όπως χρώμα μαλλιών και οφθαλμών, σωματικά χαρακτηριστικά) και στον εντοπισμό και σύλληψή του.  Κατά συνέπεια θα πρέπει να κριθεί ως αντιβαίνουσα στην αρχή της αναλογικότητας οποιαδήποτε αναφορά στην ιδιωτική ζωή ή σε άλλα δεδομένα που αναφέρονται στο πρόσωπο, όπως π.χ. πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι απαιτείται αιτιολογία σε κάθε περίπτωση έκδοσης διάταξης από τον εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το εάν αυτό επιβάλλεται ειδικά από το νόμο ή εάν η έκδοσή της αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της εισαγγελικής αρχής, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και τεκμηριωμένα. Μόνη  επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν συνιστά ειδική και τεκμηριωμένη αιτιολογία".

Την ανάλυση αυτή προσυπογράφω καθώς ακολουθεί όσα έχω υποστηρίξει και στο Αρμαμέντου/Σωτηρόπουλου Ερμ. Ν.2472 - οι τροποποιήσεις (2008). Η κ. Μήτρου στην υποσημείωση 472, όμως,  αναφέρει ότι έχουμε υποστηρίξει ως ορθότερο η δημοσιοποίηση να γίνεται από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, θέση που η συγγραφέας απορρίπτει επειδή "η επιβολή τέτοιων κυρώσεων δεν συνάδει προς τον θεσμικό ρόλο που έχει ανατεθεί στην Αρχή αυτή". Ωστόσο, στο βιβλίο μας υποστηρίξαμε ότι, στο πλαίσιο της συνταγματικής εναρμόνισης της αρμοδιότητας του εισαγγελέα προς τα άρθρα 9Α και 101Α Σ., σε συνδυασμό με το άρθρο 19 (θ) Ν.2472, ο εισαγγελέας θα μπορούσε να απευθύνει σχετικό ερώτημα στην Αρχή για την συμβατότητα ενδεχόμενης δημοσιοποίησης με το θεσμικό πλαίσιο της προστασίας προσωπικών δεδομένων (βλ. Αρμαμέντου/Σωτηρόπουλου ό.π., σελ. 23). Αυτή η πρακτική εναρμόνιση ακολουθήθηκε στο συναφές θέμα των εισαγγελικών παραγγελιών και από την ίδια την Αρχή στην Γνωμοδότηση 3/2009, όπου αναφέρθηκε ότι ειδικά για τα ευαίσθητα δεδομένα που εκζητούνται με εισαγγελικές παραγγελίες, οι εισαγγελείς θα πρέπει να επισημαίνουν στην Διοίκηση ότι το αίτημα θα πρέπει να κρίνεται από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Αυτή είναι η θέση που υποστηρίζεται και στην υπόθεση των εκδιδόμενων οροθετικών: ο εισαγγελέας δεν είχε αρμοδιότητα για δημοσιοποίηση ευαίσθητων δεδομένων πέραν όσων αφορούν την ποινική δίωξη, αφού για τα υπόλοιπα αρμόδια είναι η Αρχή (Βλ. και σχετική ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). 

Μια άλλη ειδική περίπτωση δημοσιοποίησης που αναφέρεται στη μελέτη είναι αυτή της ανακοίνωσης των στοιχείων "οφειλετών" ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, δυνάμει του Ν.3943/11. H Aρχή είχε γνωμοδοτήσει τότε θετικά για το μέτρο, προκαλώντας σοβαρά ερωτηματικά για την αιτιολόγηση της κρίσης της. Η κ. Μήτρου στη μελέτη της συμμερίζεται ορισμένα από αυτά τα ερωτηματικά και υποβάλλει σε εξαντλητική κριτική θεώρηση την εν λόγω γνωμοδότηση της Αρχής, φωτίζοντας τις αδυναμίες που είχε το "πράσινο φως" που δόθηκε, σε σχέση και με παλαιότερες αποφάσεις της Αρχής (62/2001, 51/2003). Επισημαίνοντας και τα "εξωνομικά κριτήρια" που βάρυναν στην στάθμιση της Αρχής, η οποία αν έκρινε διαφορετικά θα "διακυνδύνευε να εκτεθεί στην κατηγορία ότι συγκαλύπτει τη φοροδιαφυγή και τους παραβάτες". 

Στη συναφή υπόθεση της δημοσιοποίησης όλων των φορολογικών στοιχείων (ν.3842/2010) η κ. Μήτρου συμφωνεί με την απορριπτική γνωμοδότηση της Αρχής (1/2011), αλλά επισημαίνει και ότι η ΑΠΔΠΧ δεν θεμελιώνει τις αξιολογήσεις της σε έρευνες αλλά στις γενικές αντιλήψεις που (εκτιμά ότι) επικρατούν στην κοινωνία, στοιχείο που προσδίδει στην γνωμοδότησή της, κατά την συγγραφέα, στοιχεία "αξιολογικής αυθαιρεσίας". 

Πρόκειται για ένα σημαντικό κι επίκαιρο έργο που παρουσιάζει αντικειμενικά την προβληματική της δημοσιοποίησης ως πρόσθετης κύρωσης, χωρίς να αποφεύγει την συγκεκριμένη τοποθέτηση σε διλημματικά νομικά ερωτήματα. Σε μια βιβλιογραφία που βρίθει από περιγραφικά έργα, οι μελέτες όπως αυτή της κ. Μήτρου, αλλά και του κ. Βλαχόπουλου παλαιότερα (Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων) παρέχουν αυτό που χρειάζεται η νομική σκέψη σήμερα, ως πρακτικός λόγος: κριτήρια και συγκεκριμένες κατευθύνσεις για να λυθούν τα προβλήματα που ανακύπτουν στην πράξη, με εργαλεία που δεν περιέχονται "έτοιμα" στην νομοθεσία, αλλά επιβεβαιώνουν την λειτουργικότητα της επιστήμης ως μεθόδου κριτικής της νομοθεσίας και συστήματος επίλυσης διλημμάτων. 

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το βασικό όμως είναι ότι ο κόσμος σας γυρισε την πλάτη. Με χίλιους νοματέους να ψηφίζουν κάθε κατηγορία σημαίνει ότι ψήφισαν τους πέντε υποψήφιους μόνο οι φίλοι και οι συγγενείς τους.

Δεν ξέρω τι φταίει. Εμένα πιχι με χάλασε ότι τα βραβεία τα έδινε ένα σάιτ που ούτε η μάνα του δεν το ξέρει κι όταν μπήκα να το δω ψιλοφρίκαρα από τον ερασιτεχνισμό του.

Αυτά.

e-Lawyer είπε...

Σχολιάζεις σε λάθος ποστ.

Αλλά αυτά που λες είναι στην ουσία αυτών των βραβείων που δεν αναζητούν τους "επαγγελματίες" ή τους "διάσημους" ή τους "πολλούς επισκέπτες".

Και το γεγονός ότι όλο αυτό ήταν χειροποίητο είναι στα υπέρ της διοργάνωσης κι όχι στα κατά. Εκτός αν θέλετε glamour και lifestyle που ξέρετε που θα το βρείτε.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...