Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

To χρονικό της δίκης στη Χάγη για την Ενδιάμεση Συμφωνία

Tην Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το κεντρικό δικαιοδοτικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, θα δημοσιεύσει την Απόφασή του στην υπόθεση που αφορά την εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995 (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατια της Μακεδονίας κατά Ελλάδας). Σύμφωνα με το σχετικό δελτίο τύπου του Δ.Δ.Χ. θα διεξαχθεί δημόσια συνεδρίαση στο Peace Palace, στη Χάγη, κατά τη διάρκεια της οποίας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, δικαστής Hisashi Owada θα διαβάσει την απόφαση του Δικαστηρίου. Η συνεδρίαση θα μεταδοθεί διαδικτυακά, στις 11.00 ώρα Ελλάδας, ενώ μετά το τέλος της συνεδρίασης, θα αναρτηθεί στο site του Δικαστηρίου περίληψη και πλήρες κείμενο της Απόφασης.

Η υπόθεση ξεκίνησε στις 17 Νοεμβρίου 2008, με την Προσφυγή που υπέβαλε η πΓΔΜ εναντίον της Ελλάδας, ισχυριζόμενη την παραβίαση του Άρθρου 11 της Eνδιάμεσης Συμφωνίας (διαβάστε εδώ την προσφυγή στα Ελληνικά). Σύμφωνα με το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η Ελλάδα έχει αναλάβει την διεθνούς δικαίου υποχρέωση: "να μην αντιταχθεί σε αίτηση εισδοχής ή ως προς την ιδιότητα μέλους του Δεύτερου Μέρους [σ.σ.: πΓΔΜ] σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς στους οποίους το Πρώτο Μέλος [σ.σ.: η Ελλάδα] είναι μέλος. Ωστόσο, το Πρώτο Μέρος επιφυλάσσεται του δικαιώματος του να υποβάλλει ένσταση σε κάθε περίπτωση ιδιότητας μέλους που αναφέρεται παραπάνω, εάν και κατά το μέτρο που το Δεύτερο Μέρος αναφέρεται σε κάθε τέτοιο οργανισμό ή θεσμό διαφορετικά απ',τι αναφέρεται στην παράγραφο 2 της Ανακοίνωσης (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών". Δηλαδή, η Ελλάδα έχει υποχρέωση να μην μπλοκάρει την είσοδο της πΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς, εκτός εάν η χώρα δεν χρησιμοποιήσει το "πΓΔΜ", αλλά άλλο όνομα. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα παραβίασε αυτή την υποχρέωσή της, υποβάλλοντας ένσταση για την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, το 2008. Για να το αποδείξει, επικαλείται μια σειρά δηλώσεων του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή ("με veto της Ελλάδος η FYROM δεν μπαίνει στο ΝΑΤΟ") και της τότε ΥπΕΞ της Ελλάδας, Ντόρας Μπακογιάννη, στα μέσα ενημέρωσης της εποχής.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με Διάταξή του στις 20 Ιανουαρίου 2009 έδωσε προθεσμία στην πΓΔΜ για υποβολή υπομνήματος έως τις 20 Ιουλίου 2009 και στην Ελλάδα έδωσε προθεσμία για την υποβολή Αντίθετου Υπομνήματος έως τις 20 Ιανουαρίου 2010. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι την Διάταξη υπογράφει φυσικά η τότε Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, δικαστής Rosalyn Higgins, η οποία πριν χρόνια είχε συνυπογράψει ως δικηγόρος την προσφυγή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου εναντίον της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στις 20 Ιουλίου 2009 η πΓΔΜ υπέβαλε το 139 σελίδων Υπόμνημά της, το οποίο υπογράφει ο Nikola Dimitrov. Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι οι πρώτες ενδείξεις των προθέσεων της Ελλάδας να υποβάλει ένσταση για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ χρονολογούνται από τον Νοέμβριο του 2004, παραπέμποντας σε δήλωση του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Ευάγγελου Αντώναρου. Σύμφωνα με το Υπόμνημα, η Ελλάδα ουδέποτε δικαιολόγησε την απόφασή της να προβάλλει την ένσταση, επικαλούμενη ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε όνομα διαφορετικό από το προβλεπόμενο από το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, γεγονός που θα επέτρεπε την ένσταση κατά το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Για να το αποδείξει, επικαλείται ότι η Ελλάδα δεν της επέδωσε, κατά το χρόνο υποβολής της ένστασης, σχετική ρηματική διακοίνωση ότι αυτή ήταν η αιτία της ένστασης, αλλά ούτε και από τα Ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης προέκυπτε τέτοια αιτιολόγηση. Σχετική ρηματική διακοίνωση επιδόθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι στις 15.5.2008 καθώς και μια δεύτερη στις 15.1.2009, δηλαδή μετά την κατάθεση της Προσφυγής. Στο Υπόμνημα η πΓΔΜ θεωρεί ότι αυτές οι εκ των υστέρων ρηματικές διακοινώσεις δεν ήταν καλόπιστες, αλλά είχαν μόνο στόχο να βελτιώσουν την νομική θέση της Ελλάδας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Για το θέμα του ονόματος, το Υπόμνημα αναφέρει ότι η χώρα από το 1963 έως το 1991 ονομαζόταν "Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας" και παραπέμπει σε μια επίσημη επιστολή του 1979 από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την κυβέρνηση της χώρας. Από το 1945 έως το 1963 αναφερόταν ως "Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας", όνομα με το οποίο έχει υπογράψει διεθνείς συνθήκες, μεταξύ των οποίων και η διμερής σύμβαση με το "Βασίλειο της Ελλάδας" του 1959, για την αμοιβαία αναγνώριση νομικών σχέσεων. To Yπόμνημα αναφέρεται επίσης στο εμπάργκο που επέβαλε η Ελλάδα το 1994 και για 19 μήνες στην πΓΔΜ, το οποίο κόστισε στην τελευταία 1 δισ. δολλάρια. Όσον αφορά την μη πρόσκληση από το ΝΑΤΟ, το Υπόμνημα αναφέρει ότι οφείλεται σε veto της Ελλάδας, παραπέμποντας σε δήλωση του τότε πρωθυπουργού Καραμανλή, ο οποίος σε δήλωσή του από τη Σύνοδο είπε ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για νίκη και ότι η πΓΔΜ δεν έχει προσκληθεί, λόγω του veto της Ελλάδας. Στο Υπόμνημα υπογραμμίζεται ότι κατά την Ενδιάμεση Συμφωνία το θέμα του ονόματος εξαιρείται ρητώς από την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου και δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση.

Στις 19 Ιανουαρίου 2010 η Ελλάδα υπέβαλε το 226 σελίδων Αντίθετο Υπόμνημά της, το οποίο υπογράφουν ο πρέσβης Γ.Σαββαϊδης και η νομική σύμβουλος του ΥπΕΞ Μαρία Τελαλιάν. Σε αυτό, η Ελλάδα επικαλείται το άρθρο 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, κατά το οποίο τα δικαιώματα της που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις παραμένουν εν ισχύ. Η Ελλάδα ισχυρίζεται δηλαδή ότι η "μη πρόσκληση" από το ΝΑΤΟ οφείλεται στην μη διαπίστωση των κριτηρίων για πρόσκληση, μια διαπίστωση στην οποία η Ελλάδα συμμετείχε στο πλαίσιο των δικαιωμάτων της ως μέλος του ΝΑΤΟ, τηρώντας το άρθρο 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, άρα χωρίς να παραβιάζεται έτσι το άρθρο 11. Το Αντίθετο Υπόμνημα αναφέρει ότι η πρόσκληση του ΝΑΤΟ είναι αποτέλεσμα σύνθετων διαδικασιών διαπραγμάτευσης και ομοφωνίας και ότι δεν προβλέπεται διαδικασία υποβολής veto ή ενστάσεων, αλλά ούτε και "αίτησης" κράτους. H Eλλάδα υποστηρίζει την "συναλλαγματική" νομική φύση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, μια κατηγορία αμφοτεροβαρών διεθνών συμβάσεων με ιδιαίτερα αυξημένο το στοιχείο της αμοιβαιότητας κάθε όρου. Σε αυτό το σκεπτικό, το Αντίθετο Υπόμνημα αναφέρει μια σειρά παραβιάσεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας εκ μέρους της πΔΓΜ καθώς και όλη την επίσημη αλυτρωτική ρητορική που προέρχεται από κρατικούς φορείς. Όσο για τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού και της ΥπΕΞ, η Ελλάδα αναφέρει ότι δεν είχαν καμία νομική επίπτωση ή δεσμευτικότητα, αλλά απευθύνονταν απλώς στα μέσα ενημέρωσης, χρησιμοποιώντας το γενικό λεξιλόγιο που είναι πρόσφορο για αυτές τις περιπτώσεις. Ο όρος "veto" δεν έχει καμία έννοια στο πλαίσιο των διαδικασιών του ΝΑΤΟ. Οι δύο νομικοί λόγοι που επικαλείται η Ελλάδα στο Αντίθετο Υπόμνημα για την απόρριψη της Προσφυγής είναι α) η έλλειψη δικαιοδοσίας του ΔΔΧ για το θέμα του ονόματος, επικαλούμενη ότι έμμεσα η πΓΔΜ θέτει αυτό το ζήτημα και β) δεν τέθηκε θέμα "veto", ούτε και ένστασης σε αίτηση της πΓΔΜ, αλλά μη πρόσκληση από το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της επιτρεπόμενης κατά το άρθρο 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας συμμετοχής της Ελλάδας στις διαδικασίες του διεθνούς οργανισμού. Η Ελλάδα ισχυρίζεται όμως ότι θα είχε το δικαίωμα να υποβάλλει veto, λόγω των διαρκών παραβάσεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας για το θέμα του ονόματος, γεγονός που της έδινε το δικαίωμα veto κατά το άρθρο 11.

Στις 9 Μαρτίου 2010, η κυβέρνηση της πΓΔΜ εξέφρασε την επιθυμία να απαντήσει στο Αντίθετο Υπόμνημα της Ελλάδας και στις ενστάσεις για τη δικαιοδοσία και το παραδεκτό που περιελάμβανε, υποβάλλοντας μια Απάντηση, εντός 4,5 μηνών από την κατάθεση του Αντίθετου Υπομνήματος. Η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν υπέβαλε ένσταση εναντίον του αιτήματος, εφόσον μπορούσε να υποβάλλει κι αυτή μια Αντίκρουση εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος. Δεδομένης της συμφωνίας των μερών, το Διεθνές Δικαστήριο επέτρεψε με Διάταξη της 12ης Μαρτίου 2010 στα μέρη να καταθέσουν τα δικόγραφά τους, έως τις 9 Ιουνίου 2010 και τις 27 Οκτωβρίου 2010 αντίστοιχα

Στις 9 Ιουνίου 2010 η πΓΔΜ κατέθεσε την 253 σελίδων Απάντησή της. Με το δικόγραφο αυτό, η πΓΔΜ αμφισβητεί ορισμένα στοιχεία που προσκόμισε η Ελλάδα για να τεκμηριώσει τις παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την προσφεύγουσα. Για παράδειγμα, η Απάντηση αναφέρει ότι το Κοινοβούλιο και η Γερουσία των ΗΠΑ δεν είχαν θεσπίσει ψηφίσματα με τα οποία αναγνωρίζονταν παραβιάσεις, όπως επικαλείτο η Ελληνική πλευρά, αλλά τα εν λόγω κείμενα ήταν σχέδια ψηφισμάτων από μεμονωμένους βουλευτές. Eπιπλέον, η πΓΔΜ επιμένει ότι η Ελλάδα υπέβαλε ένσταση, χωρίς μάλιστα να έχει προς τούτο δικαίωμα βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, επικαλούμενη την μη επίλυση του προβλήματος του ονόματος. Περαιτέρω, η Απάντηση αναφέρει ότι υπάρχει σαφώς η δυνατότητα σε κράτος μέλος του ΝΑΤΟ να προβάλλει ένσταση για την διεύρυνση και την είσοδο κι άλλων κρατών στον διεθνή οργανισμό. Είναι αδιάφορο το αν η ένσταση έχει ως αποτέλεσμα το "veto", αρκεί η ένσταση για να υπάρχει η παράβαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, ενώ δεν πληρούνται τα κριτήρια περί χρήσης άλλου ονόματος. ΄Οσον αφορά το περιεχόμενο της απαγόρευσης ένστασης, η πΓΔΜ θεωρεί ότι αφορά κάθε σχετική συμπεριφορά που αντιτίθεται στην απόκτηση της ιδιότητας μέλους από άλλη χώρα σε διεθνή οργανισμό. Όσον αφορά το θέμα του ονόματος, η πΓΔΜ αναφέρει ότι ούτε το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ, αλλά ούτε και η Ενδιάμεση της επιβάλλουν να αυτοαποκαλείται "πΓΔΜ" κι όχι με την συνταγματική της ονομασία "Δημοκρατία της Μακεδονίας". Και φυσικά διαφωνεί ότι η νομική φύση της Ενδιάμεσης είναι "συναλλαγματική", αλλά εμένει στον απόλυτο χαρακτήρα και ισχύ κάθε διάταξής της.

Στις 27 Οκτωβρίου 2010 η Ελλάδα κατέθεσε την 237 σελίδων Αντίκρουσή της. Σε αυτήν, η Ελλάδα επιμένει ότι όλο το ζήτημα γίνεται για το όνομα και ότι η πΓΔΜ "παίζει με τις λέξεις" όταν λέει ότι το θέμα του ονόματος είναι εκτός του επίδικου. H πΓΔΜ, κατά την Αντίκρουση, επιχειρεί να παρουσιάσει ως ασήμαντο το θέμα του ονόματος και την υπό κρίση υπόθεση σαν παραμύθι, δίνοντας στην Ελλάδα το ρόλο του "κακού λύκου" που κάνει τα πάντα εις βάρος "ενός μικρού αθώου γείτονα". Eπομένως, καθώς το θέμα του ονόματος μένει εκτός αρμοδιότητας Διεθνούς Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 5 και καθώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να παρέμβει στα εσωτερικά του ΝΑΤΟ, στα οποία η Ελλάδ μετέχει κατά το άρθρο 22 της Ενδιάμεσης, η Αντίκρουση εμμένει ότι η Προσφυγή πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Επιπλέον, αναπτύσσονται και οι νομικοί λόγοι για τους οποίους οποιαδήποτε απόφαση επί της ουσίας θα παρέμενε ανεφάρμοστη, ενώ μια διπλωματική διαπραγμάτευση βρίσκεται σε εξέλιξη. Όσο για την υποχρέωση "μη ένστασης", η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η πΓΔΜ το παρουσίασε σαν να επρόκειτο για μια υποχρέωση διασφάλισης θετικού αποτελέσματος σε κάθε περίπτωση επικείμενης εισόδου σε διεθνή οργανισμό. Επιπλέον, η Ελλάδα επικαλείται δηλώσεις του Προέδρου Ivanov της πΓΔΜ, κατά τις οποίες η χώρα στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου βίωσε ένα "κρύο ντους" από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που τους εξέπληξε, πέραν της αρνητικότητας της Ελλάδας. Όπως και στο Αντίθετο Υπόμνημα, η Ελλάδα επάγεται τις επικουρικές ενστάσεις της exeptio non adimpleti contractus (μη εκτέλεσης της σύμβασης) και επικουρικά την ένσταση του δικαιώματος λήψης αντίθετων μέτρων, σημειώνοντας ότι η επίκληση αυτών των ενστάσεων δεν σημαίνει και καταγγελία ή λήξη της ισχύος της Ενδιάμεσης, κατά το άρθρο 60 της Συνθήκης περί Συμβάσεων. Η πΓΔΜ στην Απάντησή της είχε αρνηθεί ότι η ένσταση περί μη εκτέλεσης της σύμβασης ισχύει στο διεθνές δίκαιο, αλλά η Ελλάδα εμμένει ότι η ένσταση ισχύει. Ακόμη και στο υποθετικό σενάριο κατά το οποίο το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης, η Αντίκρουση εμμένει -επικουρικά- ότι το έπραξε στο πλαίσιο αντίθετων μέτρων, τα οποία δικαιολογείτο να λάβει λόγω των διαρκών παραβιάσεων της Ενδιάμεσης από την πλευρά της προσφεύγουσας.

Μετά την κατάθεση των δικογράφων, άρχισε στη Χάγη η προφορική διαδικασία, η οποία κράτησε από τις 21 έως τις 30 Μαρτίου 2011.

Σύμφωνα με τα πρακτικά της 21ης Μαρτίου 2011, η διαδικασία ξεκίνησε με την παράκληση του προέδρου Owada να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή για τα θύματα της Ιαπωνίας. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος παρουσίασε τους δύο ad hoc δικαστές που πρότειναν οι διάδικοι να πάρουν μέρος στη σύνθεση του δικαστηρίου, καθώς ούτε η Ελλάδα, ούτε η πΓΔΜ διαθέτουν δικαστές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Παρουσιάστηκαν ο (Κροάτης) Bradislav Vukas, o οποίος είχε διατελέσει και αντιπρόεδρος στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και ο ομότιμος καθηγητής διεθνούς δικαίου της Νομικής Αθήνας και πρώην πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών κ. Εμμανουήλ Ρούκουνας, οι οποίοι έλαβαν το σχετικό όρκο και πήραν μέρος στη σύνθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Στη συνέχεια, ο πρόεδρος έκανε μια εισαγωγή στο διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης και, κηρύσσοντας την έναρξη του "πρώτου γύρου παρουσιάσεων", έδωσε το λόγο στον επικεφαλής της νομικής εκπροσώπησης της πΓΔΜ, τον ΥπΕΞ Antonio Miloshoski. Στην εναρκτήρια αγόρευσή του (openning statement) ο Miloshoski είπε ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία εδώ και 15 χρόνια έχει λειτουργήσει επιτυχώς, καθώς συνέβαλε στην άρση του εμπάργκο και στην είσοδο της χώρας στον ΟΑΣΕ και στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αναφέρθηκε στην πρόταση Νίμιτς τον Μάρτιο του 2008, η οποία θα οδηγούσε σε δημοψήφισμα, αλλά απορρίφθηκε από την Ελλάδα, καθώς και στην ένσταση της Ελλάδας για την μη πρόσκληση της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Κατηγόρησε την Ελλάδα ότι μετά το 2007 επέστρεψε στην πολιτική που ακολουθούσε πριν το 1995 και ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο γίνεται η δίκη είναι η εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Κατά τον ΥπΕΞ, πρόκειται για μια απλή υπόθεση παραβίασης του pacta sund servanda, ενώ η Ελλάδα επιχειρεί να την παρουσιάσει ως πιο σύνθετη. Παρουσίασε συνοπτικά τα αντεπιχειρήματα της Ελλάδας και στη συνέχεια παρουσίασε την σειρά των υπόλοιπων συνηγόρων. Τέλος, επισήμανε ότι είναι η πρώτη φορά που η χώρα του εμφανίζεται στο Διεθνές Δικαστήριο. Στη συνέχεια, δόθηκε ο λόγος στον καθηγητή Phillipe Sands, ο οποίος έκανε μια αναδρομή από το 1991 έως την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Παράλληλα, έκανε και μια αναδρομή στο θέμα του ονόματος από το 1944 ("Democratic Macedonia"), το 1946 ("People's Republic of Macedonia"), το 1963-1991 ("Socialist Republic of Macedonia") και 1991 ("Republic of Macedonia", Δημοκρατία της Μακεδονίας), χωρίς να έχει υποβληθεί για 50 χρόνια κάποια ένσταση από την Ελλάδα. Επισήμανε επίσης ότι στρατιωτικές δυνάμεις της πΓΔΜ πήραν μέρος σε εκστρατείες του ΝΑΤΟ, όπως στο Αφγανιστάν. Στην Καμπούλ, σε ένα πάρτι όπου εκλήθησαν οι συμμετέχουσες δυνάμεις να παρουσιάσουν ένα εθνικό πιάτο, η πΓΔΜ συμμετείχε με έναν "Μακεδονικό μουσακά" και παρά τις αντιδράσεις, ουδέποτε η Ελληνική πλευρά άσκησε μια επίσημη ένσταση πριν το Δικαστήριο. Ο καθηγητής διατύπωσε τις νομικές αντικρούσεις για την θεωρία της "συναλλαγματικής" σύμβασης. Μετά από ένα μικρό διάλειμμα, ο Πρόεδρος Owada κάλεσε τον τρίτο αγορητή, τον καθηγητή Sean D. Murphy στο βήμα, ο οποίος υποστήριξε ότι η υπόθεση δεν έχει νομικές δυσκολίες ή σύνθετα πραγματικά περιστατικά. Η εισήγησή του αφιερώθηκε στα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ένσταση εκ μέρους της Ελλάδας, δηλαδή την "εκστρατεία" κατά το 2007-2008 της πολιτικής ηγεσίας (ιδίως της ΥπΕΞ - "η Ελλάδα αδυνατεί να δώσει τη συγκατάθεσή της για πρόσκληση"- και του Πρωθυπουργού), όπως προκύπτει και από δηλώσεις τους στην Βουλή και στον Τύπο. Eνώ η Ελλάδα ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε μηχανισμός υποβολής veto, ο καθηγητής αναφέρει ότι μια θετική ομόφωνη απόφαση προϋποθέτει την έλλειψη ενστάσεων. Στη συνέχεια το βήμα έλαβε ο καθηγητής Pierre Klein, o oποίος ανέπτυξε το θέμα της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου επί της υποθέσεως.

Την δεύτερη ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας, 22 Μαρτίου 2011, ο καθηγητής Klein συνέχισε την παρουσίασή του, επί του ζητήματος του παραδεκτού της Προσφυγής. Αντέκρουσε επίσης το επιχείρημα ότι η Απόφαση θα συνιστούσε παρέμβαση στις διαπραγματεύσεις κι ότι δεν θα είχε εφαρμόσιμες έννομες συνέπειες, απαντώντας σε όσα είχε υποστηρίξει η Ελλάδα με τα δικόγραφά της. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος Owada έδωσε πάλι τον λόγο στον καθηγητή Murphy, ο οποίος ανέλυσε τα στοιχεία της παραβίασης του άρθρου 11 από την Ελλάδα. Εντόπισε τρία στοιχεία στην επιχειρηματολογία της Ελλάδας: 1) η έννοια της "ένστασης" είναι στενή και προσδιορίζεται από συγκεκριμένα νομικά στοιχεία, 2) ότι η ερμηνεία της έννοιας από την πΓΔΜ είναι εσφαλμένη, αφού εντάσσει στην "ένσταση" γενικές συμπεριφορές και 3) ότι η απόφαση μη πρόσκλησης ήταν του ΝΑΤΟ. Ο καθηγητής απαντάει ότι δεν είναι δυνατόν η "ένσταση" να περιορίζεται στην τυπική έννοια της αρνητικής ψήφου, αλλά ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα είχε ανακοινώσει επίσημες επαφές και είχε πανηγυρίσει για το αποτέλεσμα. Οι δηλώσεις του προέδρου περί "κρύου ντους" της Ευρώπης ήταν κατά τον καθηγητή μια αναγνώριση ότι η ένσταση της Ελλάδας είχε λειτουργήσει. Αφού το ΝΑΤΟ δεν ανέφερε την προσφεύγουσα διαφορετικά από την προσωρινή της ονομασία, δεν συνέτρεχε λόγος υποβολής ένστασης από την Ελλάδα. Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε πάλι στον καθηγητή Sands, ο οποίος αντέκρουσε την ένσταση της Ελλάδας περί εφαρμογής του άρθρου 22 που της επιτρέπει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος Owada έδωσε τον λόγο στην καθηγήτρια Geneviève Bastid Burdeau, στην πρώτη παράστασή της στο Διεθνές Δικαστήριο, όπου υποστήριξε την βασιμότητα των προτάσεων της προσφεύγουσας και του παραδεκτού της προσφυγής. Η αγόρευσή της ολοκλήρωσε τον πρώτο γύρο προφορικών επιχειρημάτων.

Την Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011 (βλ. πρακτικά), τρίτη ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας, η συνεδρίαση ξεκίνησε με τον Πρόεδρο Owada να κηρύσσει την έναρξη του πρώτου γύρου αγορεύσεων της Ελληνικής πλευράς. Ο λόγος δόθηκε πρώτα στην κ. Μαρία Τελαλιάν, νομική σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών. Η κ. Τελαλιάν, αφού εξέφρασε τα συλλυπητήριά της στον Πρόεδρο για τα θύματα της Ιαπωνίας, σημείωσε την αδιάλειπτη τήρηση του διεθνούς δικαίου από την Ελλάδα. Υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί της πΔΓΜ ότι η Ελλάδα παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία βασίζονται σε υπεραπλουστευτική παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών καθώς και σε μια υπερβολικά στενή ερμηνεία του άρθρου 11 της Συμφωνίας, η οποία ερμηνεία παραβλέπει εντελώς το άρθρο 22. Στην αγόρευσή της, υποστήριξε ότι η υπό κρίση διαφορά δεν μπορεί να εξεταστεί αποκομμένη από το γενικότερο διπλωματικό ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας, το οποίο όμως ως θέμα εξαιρείται από την δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου, λόγω του άρθρου 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος κάλεσε τον πρέσβη κ. Σαββαϊδη, ο οποίος χαρακτήρισε την υπόθεση "ζωτική" για την χώρα. Έχοντας θητεύσει ως μόνιμος εκπρόσωπος - πρέσβης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, ξεκίνησε με μια εισαγωγή για στη διαδικασία προσχώρησης μιας χώρας σε αυτό. Εξήγησε ότι η Ελλάδα στο Βουκουρέστι απλώς εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της ως μέλος του ΝΑΤΟ, όπως είχε δικαίωμα κατά το άρθρο 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στον καθηγητή Georges Abi-Saab, ο οποίος προχώρησε σε μια ανάλυση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Υπογράμμισε ότι η προσφεύγουσα απομονώνει το άρθρο 11 και το ερμηνεύει εσφαλμένα και υποστήριξε τη νομική λειτουργία της Συμφωνίας ως "συναλλαγματικής" σύμβασης. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στον καθηγητή Michael Reismann, ο οποίος εστίασε στο ζήτημα της δικαιοδοσίας και του απαραδέκτου της προσφυγής. Επισήμανε ότι ο καθηγητής Klein την Δευτέρα είχε επισημάνει ότι η εξαίρεση από την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου αφορούσε "άμεσα ή έμμεσα" του θέμα του ονόματος, επομένως και στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε δικαιοδοσία. Ο Reismann επισήμανε ότι η πλευρά της προσφεύγουσας είχε χρησιμοποιήσει 93 φορές τη λέξη "όνομα" κατά τις αγορεύσεις των προηγούμενων ημερών. Υποστηρίζει ότι εάν γίνει δεκτή η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αυτό θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της de facto επίλυσης του θέματος του ονόματος υπέρ της προσφεύγουσας. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στην καθηγητή Alain Pellet, ο οποίος ανέπτυξε το σύνθετο ζήτημα των εσωτερικών περιορισμών στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Την Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011 (βλ. πρακτικά) ολοκλήρωσε την αγόρευσή του καθηγητής Pellet επισημαίνοντας ότι μια Απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας, θα συνιστούσε παρέμβαση στην πολιτική διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος έδωσε τον λόγο στον καθηγητή James Crawford, ο οποίος προχώρησε σε μια ερμηνεία του άρθρου 11, καταλήγοντας στο ότι η προσφεύγουσα δίνει άλλο νόημα στο πρώτο μέρος της διάταξης (περί "ένστασης") και αφαιρώντας κάθε νόημα από το δεύτερο μέρος της διάταξης (περί "ονόματος"). Στη συνέχεια ο Πρόεδρος κάλεσε πάλι τον καθηγητή Reisman, ο οποίος ανέλυσε το άρθρο 22, το οποίο η Ελλάδα επικαλείται ως νόμιμη βάση για τις ενέργειές της στο Βουκουρέστι. Μετά το λόγο έλαβε πάλι ο καθηγητής Crawdord ο οποίος αναφέρθηκε στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών του 2008 στους κανόνες δικαίου του άρθρου 11. Ανέφερε ότι η δήλωση της Μπακογιάννη περί καλής γειτονίας αφορούσε τα κριτήρια του ΝΑΤΟ κι έγινε σε έναν δημοσιογράφο. Η δήλωση του Καραμανλή περί μη πρόσκλησης αν δεν υπάρξει λύση, έγινε στο κοινοβούλιο και θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πρόβλεψη, δεν έγινε στο ΝΑΤΟ ώστε να θεωρηθεί ένσταση. Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε πάλι στον καθηγητή Alain Pellet, ο οποίος ανέλυσε τις παραβιάσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά τις υποχρεώσεις της σχετικά με το όνομα, σημειώνοντας δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις: κατά την προεδρία συνεδρίασης στα Ηνωμένα Έθνη ο πρέσβης Kerim το 2007 κάλεσε τον πρωθυπουργό της "Δημοκρατίας της Μακεδονίας" στο βήμα και σε αντίστοιχη περίπτωση προεδρίας συνεδρίασης της Επιτροπής Υπουργών στο Συμβούλιο της Ευρώπης στελέχη της προσφεύγουσας εκμεταλλεύθηκαν την θέση τους για να χρησιμοποιήσουν την συνταγματική ονομασία. Την παρουσίαση των παραβιάσεων συνέχισε η κ. Μαρία Τελαλιάν την ίδια ημέρα το απόγευμα και στη συνέχεια ο καθηγητής Pellet παρουσίασε τις ενστάσεις της Ελλάδας. Κατά την ανάλυση της exeptio non adimpleti contractus ανέφερε ένα απόσπασμα από βιβλίο με συν-συγγραφέα τον καθηγητή Crawford. Έτσι ολοκληρώθηκε και ο πρώτος γύρος αγορεύσεων της Ελληνικής πλευράς.

Την Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011 (βλ. πρακτικά) το Διεθνές Δικαστήριο συνεδρίασε για να ακούσει τον δεύτερο γύρο επιχειρημάτων από την πλευρά των νομικών παραστατών της προσφεύγουσας. Πρώτος πήρε το λόγο ο καθηγητής Sands, o oποίος είπε ότι από τον πρώτο γύρο παρουσιάσεων προέκυψε ότι η υπόθεση είναι απλή και ότι η Ελλάδα άσκησε ένσταση, όχι όμως για τον λόγο που επιτρέπει η Ενδιάμεση Συμφωνία. Ο καθηγητής ισχυρίστηκε πως η Ελλάδα επισείει τον μύθο του αλυτρωτισμού, της επιθυμίας της πΓΔΜ για προσάρτηση εδαφών. Ο όρος ακούστηκε 27 φορές κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων. Επίσης υπογράμμισε πως η Ελλάδα ουδέποτε επιχείρησε να καταγγείλει την Ενδιάμεση Συμφωνία, μολονότι επικαλείται σωρεία παραβιάσεών της. Mετά ο Πρόεδρος κάλεσε τον καθηγητή Murphy, o οποίος επισήμανε τα κενά και τις αντιφάσεις στην επιχειρηματολογία της Ελλάδας. Ο καθηγητής αναφέρθηκε και σε δήλωση του Αντώνη Σαμαρά στη Βουλή, ο οποίος ως αρχηγός της ΝΔ, στις 24 Ιανουαρίου 2011 - κι ενώ επίκειτο η δίκη- ξεκαθάρισε ότι χάρη στο veto της Ελλάδας η πΓΔΜ έμεινε εκτός ΝΑΤΟ και ότι αυτή εξακολουθεί να παραμένει η "γραμμή" του. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών κ. Δρούτσα, ο οποίος έσπευσε να επιπλήξει τον κ. Σαμαρά, λέγοντάς του ότι όσο "πατριωτικό" κι αν ακούγεται το veto, ο συγκεκριμένος όρος έχει φέρει την Ελλάδα υπόλογη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο Σαμαράς τότε απάντησε, υπενθυμίζοντας ότι αυτό που έγινε στο Βουκουρέστι ήταν πραγματικά ένα veto (βλ.Πρακτικά Βουλής). Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο καθηγητής Klein, ο οποίος αντέκρουσε την ένσταση περί μη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 21 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, ενώ ακολούθησε ο καθηγητής Sands, ο οποίος αντέκρουσε τις υπόλοιπες ενστάσεις της Ελλάδας. Αναφέρθηκε σε ένα άρθρο του Έλληνα ευρωδικαστή κ. Χρήστου Ροζάκη, ο οποίος δεν αναφερόταν πουθενά στο άρθρο 22. Μετά την ολοκλήρωση της αγόρευσης, ο Πρόεδρος κάλεσε τον πρέσβη Dimitrov για την επιλογική αγόρευση. Ο πρέσβης υπογράμμισε με έμφαση το ρόλο που έπαιξε η Ενδιάμεση Συμφωνία στην εξομάλυνση των σχέσεων των δύο κρατών. Ζήτησε από το Δικαστήριο:

i. να απορρίψει τις ενστάσεις της Ελλάδας για την έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και περί απαραδέκτου της προσφυγής,
ii. να αναγνωρίσει ότι η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και
iii. να διατάξει την Ελλάδα να εφαρμόσει το άρθρο 11 και να άρει κάθε ένσταση για την συμμετοχή της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ή/και σε άλλους οργανισμούς στους οποίους είναι ήδη μέλος.

Στο τέλος, ο πρέσβης ευχαρίστησε την Γραμματεία για την καλή διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας, τους μεταφραστές για το έργο τους, τα μέλη της αποστολής για την δουλειά τους και τα μέλη του Δικαστηρίου για την προσοχή τους.

Την Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011 η συνεδρίαση του Διεθνούς Δικαστηρίου αφιερώθηκε στο τελευταίο μέρος της προφορικής διαδικασίας, δηλαδή το δεύτερο και τελευταίο γύρο επιχειρημάτων εκ μέρους της Ελλάδας (βλ. πρακτικά). Ο λόγος δόθηκε αρχικά στην κ. Τελαλιάν, η οποία υποστήριξε ότι η πΓΔΜ επιχειρεί να αποκτήσει μέσα από μια Απόφαση του Δικαστηρίου αυτό που δεν μπόρεσε να λάβει μέσα από τις διαπραγματεύσεις. Οι πραγματικές προθέσεις της πΓΔΜ απεικονίζονται σε χάρτες, περιλαμβάνονται σε αναγνωστικά βιβλία και σε εγκυκλοπαίδειες και δεν είναι αθώες, γιατί υποστηρίζουν ότι τα γεωγραφικά και εθνοτικά σύνορα της χώρας εκτείνονται πέρα από τη σημερινή επικράτειά της και βρίσκονται υπό Ελληνική ή Βουλγαρική "κατοχή". Αυτό, δήλωσε η κ. Τελαλιάν, αποτελεί μια πραγματική απειλή για την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή. Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στον καθηγητή Reisman, o οποίος αντέκρουσε επιχειρήματα ως προς το παραδεκτό. Μετά ο λόγος δόθηκε στον κ. Crawford, ο οποίος εστίασε στην ερμηνεία του άρθρου 11, καθώς και στην έλλειψη απόδειξης περί ένστασης για το ΝΑΤΟ. Κατόπιν το λόγο πήρε ο καθηγητής Pellet, o oποίος απαρίθμησε τις παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την πΓΔΜ. Μετά ο Πρόεδρος κάλεσε τον καθηγητή κ. Georges Abi-Saab, ο οποίος είπε το ευφυολόγημα ότι το να θέλεις να διαχωρίσεις την υπό κρίση υπόθεση από το θέμα του ονόματος είναι σαν να θέλεις "να παίξεις Άμλετ, χωρίς τον πρίγκηπα". Μετά την ολοκλήρωση της αγόρευσης, ο Πρόεδρος κάλεσε τον πρέσβη κ. Σαββαϊδη για την επιλογική αγόρευση. Ο πρέσβης επισήμανε ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία ισχύει εδώ και αρκετά χρόνια, παρά τον προσωρινό της χαρακτήρα, καθώς και ότι το θέμα του ονόματος παραμένει ανοικτό. Επισήμανε ότι και το 2007 η Ελλάδα είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε να αποδεχθεί ένα σύνθετο όνομα με τον όρο "Μακεδονία" ως γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά αυτό απορρίφθηκε από την πΓΔΜ. Έτσι, η Ελλάδα, στην παρούσα διαδικασία ζητά από το Διεθνές Δικαστήριο:

i. να αναγνωρίσει ότι δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του και να κηρύξει απαράδεκτη την προσφυγή

ii. ακόμη κι αν δεχθεί ότι έχει δικαιοδοσία, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.

Στη συνέχεια ο δικαστής Bennouna (Μαρόκο) υπέβαλε μια ερώτηση στην Ελλάδα:
"Κατά την περίοδο 2-4 Απριλίου 2008, στο πλαίσιο της Συνόδου του Βουκουρεστίου, ποια ήταν η στάση της Ελλάδας απέναντι στα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ για το θέμα της εισόδου της πΓΔΜ;"

Ο Πρόεδρος έδωσε προθεσμία για γραπτή απάντηση στην Ελλάδα μέχρι τις 7 Απριλίου 2011 και προθεσμία για ενδεχόμενη απάντηση από την πΓΔΜ έως τις 14 Απριλίου 2011. Δεν γνωρίζουμε εάν τελικά όντως απαντήθηκε η ερώτηση, καθώς δεν υπάρχουν αναρτημένες απαντήσεις των διαδίκων στην ιστοσελίδα του ΔΔΧ.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...