Σάββατο, Ιουλίου 23, 2011

Προεδρικό διάταγμα για την διαφήμιση δικηγόρων

Με απόφαση του ΔΣΑ δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο προεδρικού διατάγματος που ρυθμίζει το δικαίωμα επαγγελματικής προβολής των δικηγόρων και των δικηγορικών εταιριών (βλ. εδώ). Ο ΔΣΑ μας καλεί σε διαβούλευση για το περιεχόμενο του σχεδίου του π.δ. Ακολουθούν οι παρατηρήσεις μου.



1. Γενικές παρατηρήσεις


1.1. Η απαγόρευση της διαφήμισης των δικηγόρων συνδεόταν παραδοσιακά με την προσπάθεια περιορισμού της “εμπορευματοποίησης” των νομικών υπηρεσιών και της διασφάλισης του κύρους του λειτουργήματος από πρακτικές που δεν προσιδιάζουν σε επιστήμονες και συμπράττοντες λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Η αντίληψη αυτή έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πράξη: η διαφήμιση των δικηγορικών υπηρεσιών αποτελεί έναν ειδικότερο τομέα του marketing που λειτουργεί με ιδιαίτερους κανόνες επικοινωνίας και δεοντολογίας και περιλαμβάνει ακριβώς την αποφυγή μιας εικόνας “καταναλωτικού προϊόντος” για τις νομικές υπηρεσίες. Οι νομικές υπηρεσίες δεν είναι ελκυστικές για τον ενδιαφερόμενο, όταν παρουσιάζονται ως διεκπεραιωτικές, μαζικές κι ευτελείς. Ο κίνδυνος εκχυδαϊσμού και, συνακόλουθα, τρώσης του κύρους του δικηγόρου, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή που επισημαίνεται από τον ίδιο τον κλάδο της διαφήμισης και της επικοινωνίας, ακυρώνοντας έτσι την αιτιολογική βάση της απαγόρευσης που περιοριζόταν στο σχήμα: δικηγορία + διαφήμιση = δικηγόρος-έμπορος. Η σύγχρονη τάση στις χώρες που επιτρέπεται η προβολή των νομικών υπηρεσιών είναι η έμφαση στην υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών, στην επιστημονική επάρκεια, αλλά και την στατιστική αποτελεσματικότητα.


1.2. Παράλληλα, η δημόσια επικοινωνία του δικηγόρου αποτελεί έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης. Θα πρέπει να μνημονεύσουμε ειδικά την απόφαση Αλφαντάκης κατά Ελλάδος, (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 11.2.2010, προσφυγή 49330) κατά την οποία κρίθηκε ότι ο δικηγόρος λειτουργεί και ως διαμεσολαβητής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της κοινής γνώμης, την οποία έχει δικαίωμα να ενημερώνει, σχολιάζοντας αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Εξ αυτού προκύπτει ότι η παρουσία του δικηγόρου στα Μ.Μ.Ε. δεν θα συναρτάται πάντοτε και αποκλειστικά προς την άμεση προώθηση των υπηρεσιών που μπορεί να προσφέρει (επαγγελματική διαφήμιση), καθώς ο δημόσιος λόγος του δικηγόρου μπορεί να επιτελεί και αποκλειστικώς ενημερωτικό σκοπό, στο πλαίσιο της ενάσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 Ε.Σ.Δ.Α.). Σε μια τέτοια περίπτωση, περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης του δικηγόρου επιτρέπονται μόνον εφόσον εμπίπτουν στις κατηγορίες των θεμιτών περιορισμών, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., και μόνον εφόσον υπάρχει μια “πιεστική κοινωνική ανάγκη”, η οποία επιβάλλει “σε μια δημοκρατική κοινωνία” τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης χάριν ενός συγκεκριμένου έννομου αγαθού που θα υπερέχει προφανώς και πέραν κάθε αμφιβολίας της ελευθερίας της έκφρασης του δικηγόρου.


1.3. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια το στενό πεδίο εφαρμογής των κανόνων και περιορισμών που θα τεθούν από ένα προεδρικό διάταγμα στις συγκεκριμένα προβλεπόμενες περιπτώσεις επιτρεπόμενης επαγγελματικής διαφήμισης, με την όσο το δυνατόν πιο κατηγορηματική διάκρισή της προς την ελευθερία του δημόσιου λόγου που μπορεί να εκφέρει ο δικηγόρος με την αρθρογραφία του ή την εμφάνισή του σε μέσα ενημέρωσης.


1.4. Περαιτέρω, η ελευθερία της επαγγελματικής διαφήμισης μπορεί να επιδέχεται περιορισμών, μόνον εφόσον αυτοί είναι προσβάσιμοι και προβλέψιμων συνεπειών (“accessibility” και “forseeability” κατά τους όρους που υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο). Ως εκ τούτου, γενικόλογες κανονιστικές απαγορεύσεις με αόριστο περιεχόμενο, στο μέτρο που επιτρέπουν διεύρυνση της ερμηνείας τους ή αυθαίρετες υποκειμενικές νοηματοδοτήσεις, δεν μπορούν να κριθούν ως θεμιτοί περιορισμοί στην ελευθερία της διαφήμισης. Γι' αυτό, οι σχετικές προτεινόμενες διατάξεις θα πρέπει να εξειδικευθούν στα σημεία που προβλέπουν τέτοιες αόριστες έννοιες, ώστε οι διατάξεις των περιορισμών να καθίστανται αποκλειστικές και όχι ενδεικτικές.


1.4. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, προτείνονται οι παρακάτω βελτιώσεις στα επί μέρους άρθρα του σχεδίου προεδρικού διατάγματος που δόθηκε στη δημοσιότητα για διαβούλευση.


2. Σχόλια επί των άρθρων



Σχέδιο Άρθρου 1 προς διαβούλευση:


Επιτρέπεται η προβολή, δημοσιοποίηση και προώθηση της επαγγελματικής δραστηριότητας δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρίας τόσο εντός της Ελλάδας όσο και στο εξωτερικό στο μέτρο και βαθμό που καθορίζεται στο παρόν και με τρόπο που να συνάδει με το κύρος και την αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος.

Επιτρέπεται μόνο σε δικηγόρο-φυσικό πρόσωπο να αναφέρει την επιστημονική του εξειδίκευση, η οποία αποδεικνύεται κατ’ αρχήν από ακαδημαϊκούς τίτλους. Η δικηγορική εταιρία ως νομικό πρόσωπο δεν έχει αυτοτελώς επιστημονική εξειδίκευση. Επιτρέπεται σε δικηγόρο ή δικηγορική εταιρία η αναφορά στους τομείς επαγγελματικής δραστηριότητας με τους οποίους ασχολούνται.



Σχόλιο:



Ως μέτρο του θεμιτού της επαγγελματικής προβολής τίθεται “το κύρος και η αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος”. Πρόκειται για αξιολογικό όρο ιδιαίτερης νοηματικής πυκνότητας, η ερμηνεία του οποίου κατά περίπτωση δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τις υποκειμενικές θεωρήσεις του εκάστοτε εφαρμοστή. Θα πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη ότι αντίστοιχοι όροι σε κείμενα επαγγελματικού πειθαρχικού δικαίου και η κατά το δοκούν εφαρμογή τους, έχουν οδηγήσει σε καταδίκες ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (αποφάσεις στις υποθέσεις N.F κατά Ιταλίας 2.8.2001 και Maestri κατά Ιταλίας 17.2.2004).


Καθώς το κύρος και η αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος είναι πράγματι ένας δικαιολογημένος στόχος που θα πρέπει να διασφαλίζεται κατά την επαγγελματική προβολή του δικηγόρου, οι όροι με τους οποίους επιδιώκεται ο συγκεκριμένος στόχος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο σαφείς. Γι' αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το “κύρος και η αξιοπρέπεια” διασφαλίζεται με την απαγόρευση συγκεκριμένα μνημονευόμενων πρακτικών, αντίστοιχων με τους όρους της παραπλανητικής διαφήμησης και των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως αυτές προσδιορίζονται στο Ν.2251/1994 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), αλλά και τους όρους του αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και τους γενικούς κανόνες της δικηγορικής δεοντολογίας και της αποστολής του δικηγόρου στην σύγχρονη κοινωνία.





Σχέδιο άρθρου 2 προς διαβούλευση:


Ειδικότερα επιτρέπεται:

(α) η δημοσίευση και κυκλοφορία επαγγελματικών καρτών με στοιχεία επικοινωνίας και αναφορά είτε σε επιστημονική ειδίκευση, ως ορίζεται ανωτέρω, είτε σε τομέα δραστηριότητας, εφόσον τα στοιχεία είναι ακριβή.

(β) η καταχώριση αγγελίας σε τηλεφωνικούς ή άλλους καταλόγους επικοινωνίας, σε τοπικά, εθνικά ή διεθνή ευρετήρια δικηγόρων ή άλλα ευρετήρια που εκδίδονται στον τομέα των υπηρεσιών, έντυπα ή ηλεκτρονικά.

(γ) η δημιουργία και παρουσίαση επαγγελματικής ιστοσελίδας στο διαδίκτυο με το κατά τα ως άνω επιτρεπόμενο περιεχόμενο.


Σχόλιο:


Η διατύπωση φαίνεται να παρουσιάζεται ως αποκλειστική, ενώ ο σκοπός του προεδρικού διατάγματος είναι να καθιερωθεί η ελευθερία της επαγγελματικής διαφήμισης. Αυτό σημαίνει ότι η απαρίθμηση συγκεκριμένων δυνατοτήτων επαγγελματικής προβολής θα πρέπει να είναι ενδεικτική κι όχι αποκλειστική (“Ειδικότερα επιτρέπεται, ιδίως:”), ενώ, αντιθέτως οι περιορισμοί θα πρέπει να είναι σαφείς και αποκλειστικοί. Σύμφωνα εξάλλου, με το άρθρο 2.6.1. του Κώδικα Δεοντολογίας Ευρωπαίων Δικηγόρων CCBE: “o δικηγόρος δικαιούται να ενημερώνει την κοινή γνώμη για τις υπηρεσίες που παρέχει με την προϋπόθεση ότι η πληροφόρηση είναι ακριβής και μη παραπλανητική, ενώ θα σέβεται την υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών και άλλων θεμελιωδών αρχών του επαγγέλματος”. Επομένως, ο κανόνας είναι το γενικό δικαίωμα ενημέρωσης υπό προϋποθέσεις κι όχι η απαγόρευση ενημέρωσης με “επιτρεπόμενες” μορφές ως εξαιρέσεις.


Το προτεινόμενο άρθρο 2 περιλαμβάνει ορισμένες παραδοσιακές μορφές επαγγελματικής προβολής δικηγόρων: κάρτες, αγγελίες, ιστοσελίδες. Υπάρχουν ωστόσο και πιο σύγχρονες μορφές προβολής και δημόσιας επικοινωνίας, οι οποίες είναι αδιανόητο να θεωρηθούν “μη επιτρεπόμενες” για έναν ελεύθερο επαγγελματία στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Γι' αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ο ενδεικτικός χαρακτήρας της σχετικής απαρίθμησης.


Επιπλέον, υπάρχει μια αναφορά σε “επιτρεπόμενο” περιεχόμενο (στοιχεία επικοινωνίας, επιστημονική εξειδίκευση, τομείς δραστηριότητας). Το “επιτρεπόμενο” περιεχόμενο θα πρέπει να είναι το ελάχιστο αναφερόμενο περιεχόμενο, ένα minimum κι όχι ένα maximum. Δεν μπορεί να απαγορευθεί λ.χ. η χρήση λογοτύπων, καθόσον η κατοχύρωση ημεδαπών σημάτων για την κλάση 45 “Νομικές Υπηρεσίες” αποτελεί προβλεπόμενο από το νόμο περί σημάτων δικαίωμα. Ούτε μπορεί να απαγορευθεί οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο επικοινωνίας που ενδείκνυται από το σύγχρονο marketing νομικών υπηρεσιών, όπως βιογραφικά σημειώματα, φωτογραφίες, κείμενα για την ίδρυση – ιστορία του γραφείου/εταιρίας, διακρίσεις, ενημερωτικά σημειώματα, βιντεομηνύματα.



Σχέδιο άρθρο 3 προς διαβούλευση



Οποιαδήποτε προβολή ή δημοσιότητα δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρίας δεν πρέπει:

(α) να είναι αθέμιτη.

(β) να είναι ανακριβής, αναληθής ή παραπλανητική.

(γ) να περιέχει αναφορά σε αριθμό υποθέσεων ή ποσοστά επιτυχίας του δικηγόρου σε δικαστηριακές ή άλλες υποθέσεις.

(δ) να περιλαμβάνει αναφορές ή συγκρίσεις με άλλους δικηγόρους ή δικηγορικές εταιρίες σε σχέση με την ποιότητα των υπηρεσιών, ή την αμοιβή σε ωριαία βάση ή οποιαδήποτε άλλη μέθοδο χρέωσης.

(ε) να περιέχει ονόματα πελατών ακόμα και με την συγκατάθεση τους.

(στ) να γίνεται στις εφημερίδες ή περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση ή μέσω ομαδικών επιστολών και κάθε είδους εντύπου.

(ζ) να περιέχεται σε αφίσες ή να τοποθετείται σε διαφημιστικές πινακίδες.

(η) να περιέχει οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενη ιδιότητα του δικηγόρου.



Σχόλιο:


Στο προτεινόμενο άρθρο 3 διευκρινίζονται κατηγορίες περιορισμών, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς το μέσο προβολής. Για νομοτεχνικούς λόγους, ενδείκνυται να διαχωριστεί το συγκεκριμένο άρθρο σε δύο υποκατηγορίες: α) περιορισμοί ως προς το περιεχόμενο της επαγγελματικής προβολής, β) περιορισμοί ως προς το μέσο της επαγγελματικής προβολής. Στις δύο υποκατηγορίες μπορούν να ενταχθούν οι αντίστοιχοι περιορισμοί.


Ως προς το περιεχόμενο:


i. Υπάρχουν οι γενικόλογες αναφορές στην “αθέμιτη” και “παραπλανητική” διαφήμιση. Προκειμένου ο περιορισμός να γίνει σαφής και προβλέψιμων συνεπειών, ώστε να επιτρέπει δικαιολογημένες παρεμβάσεις, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα πρέπει οι σχετικοί όροι να συνδεθούν με αναλυτικότερες οριοθετήσεις. Ένα αντικειμενικό κριτήριο θα ήταν η παραπομπή στο περιεχόμενο των “αθέμιτων εμπορικών πρακτικών” και της “παραπλανητικής διαφήμισης”, όπως αυτή προσδιορίζεται από την κείμενη νομοθεσία.


ii. Προβλέπεται απαγόρευση αναφοράς αριθμού υποθέσεων και ποσοστών επιτυχίας του δικηγόρου σε δικαστηριακές ή άλλες υποθέσεις. Εφόσον το προεδρικό διάταγμα στοχεύει στην θέσπιση όρων για την ανάπτυξη της διαφήμισης, ενόψει πάντοτε του γενικότερου στόχου που είναι η “πιεστική κοινωνική ανάγκη” της απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος, εξ ορισμού αναγνωρίζεται ότι θα πρέπει να επιτραπεί η διευκόλυνση της ανάπτυξης ελεύθερης ενημέρωσης για τις παρεχόμενες νομικές υπηρεσίες. Η υποχρεωτική απόκρυψη του αριθμού των υποθέσεων και των ποσοστών επιτυχίας ενός δικηγόρου ή μιας δικηγορικής εταιρίας δεν διευκολύνει την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου αλλά και δεν προστατεύει κάποιο αγαθό. Εάν η απαγόρευση αποσκοπεί στην προστασία των δικηγόρων με μικρότερο αριθμό υποθέσεων ή με μικρότερο ποσοστό επιτυχίας, τότε ο σκοπός δεν είναι πλέον η ενημέρωση και η απελευθέρωση, αλλά η θέσπιση ενός περιορισμού στην ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών που αντίκειται στην “πιεστική κοινωνική ανάγκη” της απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος. Σημειωτέον ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός δεν αφορά μόνο το δικαίωμα του δικηγόρου να ενημερώσει για τον αριθμό των υποθέσεων που έχει χειριστεί και το ποσοστό επιτυχίας, αλλά και το δικαίωμα καθενός να έχει πρόσβαση στα συγκεκριμένα στοιχεία. Συνεπώς, πρόκειται για έναν περιορισμό που παραβιάζει τόσο την ελευθερία μετάδοσης όσο και την ελευθερία λήψης πληροφοριών, κατά τρόπο που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.


iii. Προβλέπεται απαγόρευση συγκριτικής διαφήμισης, ως προς την ποιότητα και την αξία των υπηρεσιών και τον τρόπο χρέωσης ή τιμολόγησης. Ο προβληματισμός της συγκριτικής διαφήμισης ακολουθεί το γενικότερο ζήτημα που έχει αναπτυχθεί στην νομολογία και τη θεωρία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Η λύση της καθολικής απαγόρευσης ουδέποτε αποδείχθηκε αποτελεσματική στην νομική πράξη. Αποτελεί ένα πεδίο που δεν είναι πρόσφορο να διευθετηθεί με απόλυτες απαγορεύσεις, αλλά με επιμέρους ρυθμίσεις. Η παρακολούθηση της ρύθμισης σε αυτόν τον τομέα δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ενός πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο επεμβαίνει μόνο κατασταλτικά. Γενικότερα, για την αποτελεσματική εφαρμογή κανόνων επαγγελματικής διαφήμισης θα πρέπει να συσταθεί ένα ειδικό εποπτικό όργανο, το οποίο θα παρακολουθεί και θα επεμβαίνει με κατευθυντήριες γραμμές, ρυθμίζοντας τα ευαίσθητα ζητήματα τομής της δεοντολογίας με την ελευθερία της διαφήμισης.


iv. Προβλέπεται απαγόρευση μνείας ονομάτων “πελατών” ακόμη και με την συγκατάθεσή τους. Εφόσον ο σκοπός είναι η απελευθέρωση, θα πρέπει να ακολουθηθούν δικαιοπολιτικά φιλελεύθερες κι όχι πατερναλιστικές λύσεις. Εφόσον οι εντολείς επιθυμούν την σύνδεση του ονόματός τους με τον δικηγόρο τους, ουδείς μπορεί να απαγορεύσει θεμιτά μια τέτοια επιλογή. Εξάλλου, η δημοσίευση ονομάτων εντολέων ενισχύει και την αποφυγή “συγκρούσεως καθηκόντων” (conflict of interest), όταν οι ενημερωμένοι ενδιαφερόμενοι θα είναι σε θέση να αποφύγουν να αναθέσουν την υπόθεσή τους στον δικηγόρο του αντιδίκου τους. Σε αυτό το σημείο λοιπόν, το προεδρικό διάταγμα θα πρέπει να προβλέψει ότι η δημοσίευση ονομάτων εντολέων επιτρέπεται μεν, αλλά μόνο στο πλαίσιο της αυστηρής “ενημερωμένης” συγκατάθεσης που προβλέπουν τα άρθρα 2 ζ, 5 παρ. 1 και 11 του Ν.2472/1997 (και το σχετικό συμπληρωματικό κανονιστικό πλαίσιο) για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.


v. Προβλέπεται απαγόρευση της μνείας σε “προηγούμενη ιδιότητα” του δικηγόρου. Προφανώς η διάταξη υπονοεί ορισμένες κατηγορίες προηγούμενων ιδιοτήτων που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ενδιαφερόμενους (λ.χ. πρώην δικαστικοί λειτουργοί). Ωστόσο, υπάρχουν και προηγούμενες ιδιότητες που μπορεί να είναι πιο ουδέτερες και να μην δημιουργούν τέτοιου είδους συνειρμούς στους ενδιαφερόμενους. Θα πρέπει λοιπόν να μνημονευθούν ειδικά και περιοριστικά οι “προηγούμενες ιδιότητες”, οι οποίες δεν θα πρέπει να μνημονεύονται σε κείμενα προβολής.


Ως προς το μέσο προβολής:


i. Προβλέπεται η απαγόρευση της διαφήμισης σε εφημερίδες ή περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση ή μέσω ομαδικών επιστολών και κάθε είδους εντύπου. Πρώτον, η απαγόρευση σε “κάθε είδος εντύπου” είναι ασύμβατη με το προτεινόμενο άρθρο 2 που αναφέρει ως επιτρεπόμενη τη δημοσίευση αγγελιών σε έντυπα ευρετήρια. Δεύτερον, η προβολή δικηγόρου σε αυτά τα μέσα ενημέρωσης επιτρέπεται ρητώς σύμφωνα με το άρθρο 2.6.2. του Κώδικα Δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους Δικηγόρους (CCBE). Επιπλέον, η νομοθετική απαγόρευση της μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων σε συγκεκριμένα μέσα προβολής, όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, αφορά μέχρι στιγμής μόνον αγαθά/υπηρεσίες στα οποία αποδίδεται κίνδυνος για την υγεία (λ.χ. προϊόντα καπνού και αλκοόλ) ή η διακίνηση των οποίων αντίκειται στο νόμο. Για αγαθά που απευθύνονται σε ευπαθείς ομάδες (λ.χ. παιδιά) η νομοθεσία θεσπίζει αυστηρούς όρους ως προς το περιεχόμενο και τις ώρες μετάδοσης των μηνυμάτων. Οι νομικές υπηρεσίες δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών και γι' αυτό δεν παρουσιάζεται δικαιολογημένος ο περιορισμός της μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων στα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενόψει της “πιεστικής κοινωνικής ανάγκης” της απελευθέρωσης του επαγγέλματος. Μπορούν όμως να τεθούν ορισμένοι όροι ως προς το περιεχόμενο των συγκεκριμένων μηνυμάτων, όπως εξάλλου γίνεται και σε άλλες κατηγορίες διαφημίσεων. Σε αυτό τον έλεγχο μπορεί να επιδοθεί ένα εποπτικό συμβούλίο του δικηγορικού συλλόγου.


ii. Προβλέπεται η απαγόρευση τοποθέτησης του μηνύματος σε αφίσες ή διαφημιστικές πινακίδες. Όσον αφορά τις διαφημιστικές πινακίδες θα πρέπει να γίνει η σχετική διάκριση ως προς τις πινακίδες που παγίως αναρτώνται στις εισόδους των δικηγορικών γραφείων, για τις οποίες υπάρχουν συγκεκριμένες διατάξεις που παραμένουν σε ισχύ. Περαιτέρω, ως προς τις αφίσες, ο αποκλεισμός και αυτών των μέσων προώθησης των διαφημιστικών μηνυμάτων δεν δικαιολογείται. Εφόσον η διαφημιστική αφίσα έχει παγιωθεί λ.χ. ως ένα πάγιο μέσο πολιτικής έκφρασης που δεν κρίνεται αναξιοπρεπές ούτε για τους δικηγόρους όταν αυτοί διεκδικούν κάποια αιρετή θέση, με υπόμνηση της δικηγορικής ιδιότητάς τους, είναι πολύ δύσκολο να θεμελιωθεί νομικά ανεκτός λόγος που θα απαγορεύει στα ίδια άτομα την χρήση του συγκεκριμένου μέσου για την προώθηση της επαγγελματικής τους ιδιότητας. Το γεγονός ότι, για λόγους αισθητικής, ουδείς σύμβουλος επικοινωνίας ή διαφήμισης θα πρότεινε σε διαφημιζόμενο δικηγορο να καταφύγει στο συγκεκριμένο μέσο προβολής, θα πρέπει επίσης να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη: οι αισθητικές κρίσεις δεν έχουν θέση σε νομοθετικά κείμενα. Κατά την ίδια έννοια που δεν θα πρέπει το σχεδιαζόμενο προεδρικό διάταγμα να απαγορεύσει και το “γκράφιτι” σε τοίχους. Μια απόπειρα τέτοιου είδους διαφήμισης θα ζημίωνε όποιον δικηγόρο θα την επιχειρούσε, με τέτοια βεβαιότητα, ώστε η θεσμική απαγόρευσή της να είναι ουσιαστικά άνευ αντικειμένου.



Σχέδιο άρθρου 4 προς διαβούλευση:



Απαγορεύεται σε δικηγόρο είτε ατομικά είτε ως μέλος δικηγορικής εταιρίας να δίνει συνεντεύξεις στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, με τρόπο που να έχει ως αποτέλεσμα την έμμεση παραβίαση των παραπάνω υποχρεώσεων. Ο δικηγόρος επίσης οφείλει να μην αναπαράγει τη δημοσίευση στοιχείων ή πληροφοριών σε σχέση με εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης.




Σχόλιο:


Το άρθρο αντικατοπτρίζει στο άρθρο 2.6.2. του Κώδικα Δεοντολογίας CCBE, κατά το οποίο η προβολή του δικηγόρου δεν επιτρέπεται να παραβιάζει τις απαγορεύσεις των δεοντολογικών κανόνων στα Μ.Μ.Ε. Ωστόσο, η απαγόρευση της “αναπαραγωγής της δημοσίευσης στοιχείων ή πληροφοριών σε σχέση με εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης”, στην απόλυτη διατύπωσή της δεν περιορίζεται στις σχετικές απαγορεύσεις τις επαγγελματικής εχεμύθειας. Αντιθέτως, η συγκεκριμένη απόλυτη κι ευρύτατη διατύπωση είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία της έκφρασης του δικηγόρου, ο οποίος, σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Αλφαντάκης κατά Ελλάδας, αποτελεί “διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κοινή γνώμη και τα δικαστήρια”. Ως τέτοιος, έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ο δικηγόρος έχει δικαίωμα να μεταδίδει πληροφορίες και να σχολιάζει δημόσια στα μ.μ.ε. τα πορίσματα της δικαιοσύνης. Η δεύτερη περίοδος πρέπει γι' αυτό να αντικατασταθεί με την περιοριστική υπόμνηση των υποχρεώσεων επαγγελματικής εχεμύθειας και τήρησης των λοιπών δεοντολογικών κανόνων, διαφορετικά με το άρθρο θα εισάγεται περιορισμός αντίθετος στο άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.



Σχέδιο άρθρου 5 προς διαβούλευση




Κάθε δικηγόρος ή δικηγορική εταιρεία που δημιουργεί και ανανεώνει υφιστάμενη επαγγελματική ιστοσελίδα οφείλει εντός προθεσμίας ενός μηνός να γνωστοποιεί αυτή στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. Εντός προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, όλοι οι δικηγόροι και δικηγορικές εταιρίες που διατηρούν ιστοσελίδα να γνωστοποιούν αυτή στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.


Σχόλιο:


Με αυτή τη διάταξη εισάγεται μια πρόσθετη υποχρέωση γνωστοποίησης των επαγγελματικών ιστοσελίδων στον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Αντίστοιχη διάταξη είχε υπάρξει και στο παρελθόν, σε απόφαση του Δ.Σ.Α. για το περιεχόμενο των ιστοσελίδων των δικηγορικών γραφείων και εταιριών. Δεν είναι γνωστά τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της προηγούμενης απόφασης. Γενικότερα, οι διατάξεις για καταλογογράφηση ιστοσελίδων και δημιουργία σχετικού μητρώου, σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί αποτελεσματική, ως προς τον ασκούμενο έλεγχο. Όπου από τη νομοθεσία προβλέπεται “γνωστοποίηση” αρχείου ή ιστοσελίδας κλπ (λ.χ. άρθρο 6 ν.2472/1997 όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα), συνοδεύεται και από υποχρέωση εκ νέου ενημέρωσης σε περίπτωση τροποποίησης. Πρόκειται για μια άκρως γραφειοκρατική λύση, την οποία όσα δημόσια όργανα ακολούθησαν, πολύ σύντομα διαπίστωσαν ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν κάποιον ουσιαστικό έλεγχο και αναζήτησαν λύσεις για τον περιορισμό της συλλογής περιττών στοιχείων και της απαλλαγής από περιττές γραφειοκρατικές γνωστοποιήσεις (λ.χ. άρθρο 7Α Ν.2472/1997).



Σχέδιο άρθρου 6 προς διαβούλευση


Η παραβίαση των διατάξεων του παρόντος, πέραν των ποινικών ή αστικών ή διοικητικών συνεπειών που τυχόν προβλέπονται σε άλλες διατάξεις (περί ψευδούς διαφήμισης, περί προστασίας του καταναλωτή κλπ.), συνιστά και πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρούμενο δια προστίμου 1.000-10.000€ ανά παράβαση. Σε περίπτωση υποτροπής δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρίας επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης από δύο ως έξι μηνών.




Σχέδιο άρθρου 7 προς διαβούλευση

Αρμόδιοι για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας είναι και ο Δικηγορικός Σύλλογος όπου είναι εγγεγραμμένος ο δικηγόρος ή η δικηγορική εταιρία, και ο Δικηγορικός Σύλλογος στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε το παράπτωμα, οι οποίοι υποχρεούνται να κινήσουν αμελλητί την πειθαρχική διαδικασία όταν με οποιοδήποτε τρόπο λάβουν γνώση πληροφορίας ότι τελέσθηκε παράβαση των διατάξεων του παρόντος.


Σχόλιο:


Ο πειθαρχικός έλεγχος θα πρέπει να είναι το τελευταίο στάδιο όσον αφορά την τήρηση της δεοντολογίας στον εξαιρετικά σύνθετο τομέα της προβολής δικηγόρων και δικηγορικών εταιριών. Η κανονιστική πυκνότητα και η αοριστία των διατάξεων επιβάλλει την δημιουργία ενός εποπτικού συμβουλίου από στελέχη του δικηγορικού συλλόγου, αλλά και με συμμετοχή ατόμων από τον χώρο του marketing, το οποίο θα είναι σε θέση να εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές (guidelines) και θα συνεπικουρεί τους ενδιαφερόμενους δικηγόρους με γνωμοδοτήσεις κατά το στάδιο της προετοιμασίας διαφημιστικών μηνυμάτων ή κάθε άλλης επαγγελματικής προβολής. Το εποπτικό συμβούλιο θα είναι και το μόνο αρμόδιο να εισάγει κάποια περίπτωση παραβίασης στο πειθαρχικό συμβούλιο, με σχετική εισήγησή του, όταν ήδη θα έχουν γίνει εκ των προτέρων συστάσεις στους τυχόν παραβάτες. Το πειθαρχικό συμβούλιο, από την φύση του, ασκεί εξ ορισμού κατασταλτικό έλεγχο και οι σχετικές κυρώσεις, ενόψει του ότι θα συνιστούν περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να επιβάλλονται με ιδιαίτερη περίσκεψη.



2 σχόλια:

Βικτώρια Χατζημπύρρου είπε...

Συμφωνώ με τα σχόλιά σου. Το λιγότερο που μπορεί να κάνει ένας σύγχρονος δικηγόρος είναι να διαφημίσει τα ποσοστά των επιτυχιών του καθώς και την αξία των παρεχομένων υπηρεσιών του. Σχετικά με τον τρόπο χρέωσης και τιμολόγησης, δεν βλέπω το λόγο γιατί να απαγορεύεται, από τη στιγμή που δε νομίζω ότι αντίκειται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού και εξάλλου κάτι τέτοιο μάλλον ενθαρρύνεται από την Ευρωπ. Επιτροπή (στα πλαίσια προστασίας του καταναλωτή). Θεωρώ ευνόητο ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η μνεία εντολέα εφόσον έχει δώσει τη συγκατάθεσή του και το γεγονός της απαγόρευσης σχολιασμού υποθέσεων σε εκκρεμότητα νομίζω ότι θα μείνει κενό αφού εκ των πραγμάτων καταστρατηγείται (π.χ. σε υποθέσεις τηλε-αστέρων κ.λπ.). Τέλος, δεν θεωρώ ορθή την απαγόρευση μνείας της προηγούμενης ιδιότητας του δικηγόρου, καθώς αυτό θα αποτελέσει "τιμωρία" για (τυχόν) προηγούμενα επιτεύγματά του.

Πάνος Κουτσουβέλης είπε...

Δημοσιεύθηκε στο υπ.αρ. 14/2012 τ.Α ΦΕΚ ο Ν.4038/2012, με τον οποίο τίθενται σε ισχύ οι διατάξεις για τη διαφήμιση των Δικηγόρων και των Δικηγορικών Εταιρειών.
Ισχύουν ήδη από 2 Φλεβάρη.
Σύμφωνα με αυτές οποιαδήποτε προβολή ή δημοσιοποίηση δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρίας δεν πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει αναφορές ή συγκρίσεις με άλλους δικηγόρους ή δικηγορικές εταιρίες σε σχέση με την ποιότητα των υπηρεσιών ή την αμοιβή σε ωριαία βάση ή οποιαδήποτε άλλη μέθοδο χρέωσης.
Στην ερμηνεία σου, με την οποία συμφωνώ, αναφέρεσαι αποκλειστικά σε "συγκριτικές αναφορές".
Το εν λόγω άρθρο όμως αναφέρεται σε "αναφορές ή συγκρίσεις με άλλους δικηγόρους".
Αυτό το διαζευκτικό ή με προβληματίζει πολύ...
Δεν πιστεύεις ότι μπορεί να εννοείται ότι απαγορεύεται όχι μόνο η σύγκριση αλλά και οποιαδήποτε αναφορά σε τιμές (άσχετα αν αυτό είναι προφανώς ενάντια στην ΕΣΔΑ, όπως πολλά άλλα άρθρα στον Κώδικα Δικηγόρων);

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...