Πέμπτη, Μαΐου 31, 2007

Οι δημοσιογράφοι δεν αρκεί να βασίζονται σε δελτία τύπου αλλά υποχρεούνται σε ανεξάρτητη έρευνα



Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι οι δημοσιογράφοι, ακόμα κι όταν αναφέρονται σε πολιτικούς αρχηγούς, για θέματα της επίσημης αρμοδιότητάς τους, οφείλουν: να παραθέτουν την αντίθετη άποψη, να διασταυρώνουν τα στοιχεία που έχουν και να μην βασίζονται σε μια μόνο πηγή πληροφοριών, να προβαίνουν σε ανεξάρτητο έλεγχο όταν αναμεταδίδουν είδηση που μετέδωσε άλλος φορέας.





Σε αυτήν την απόφαση που δίχασε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς εκδόθηκε με πλειοψηφία 4-3, καθίσταται σαφές ότι η παραβίαση βασικών δεοντολογικών κανόνων συνιστά έναν επιπρόσθετο λόγο για τον οποίο, ακόμα κι όταν κάποιος αναφέρεται σε πολιτικό αρχηγό, όταν μεταδίδει ανακριβείς πληροφορίες,χωρίς να παραθέτει την αντίθετη άποψη και χωρίς να έχει διεξάγει ανεξάρτητο έλεγχο των πληροφοριών, η πλάστιγγα γέρνει εναντίον του.





Η απόφαση έχει έναν σοβαρό αντίλογο, την μειοψηφία των 3 δικαστών (ανάμεσα στους οποίους και ο κ. Ροζάκης), η οποία πάντως δεν δίνει εξηγεί επαρκώς για το πως η παραβίαση των κανόνων δημοσιογραφικής επιμέλειας μπορεί να συγχωρεθεί.





Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης, για πρώτη φορά στα ελληνικα, σε μετάφραση e-laweyer
πηγή αγγλικού κειμένου: www.echr.coe.int

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ STANDARD VERLAGSGESELLSCHAFT MBH (no. 2) ΚΑΤΑ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

(ΑΙΤΗΣΗ ΝΟ. 37464/02)



ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2007-05-30


Στην υπόθεση Standard Verlagsgesellschaft mbH (no 2) κατά Αυστρίας,
το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), συνεδριάζον ως σώμα με την ακόλουθη σύνθεση:

Κ. Κ.Λ.Ροζάκης, Πρόεδρος
Κος Λ.Λουκαϊδης,
Κος A. Kovler,Κα E. Steiner,Κος K. Hajiyev,
Κος D. Spielmann, δικαστές,και Κος S. Nielsen, Γραμματέας τμήματος,
Κατόπιν διάσκεψης την 1η Φεβρουαρίου 2007

Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, την οποία έλαβε αυθημερόν:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Η υπόθεση εισήχθη με προσφυγή (Νο 3476/02) κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας, η οποία υποβλήθηκε στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες («Η Σύμβαση»), από την Standard Verlagsgesellschaft mbH, μία εταιρία περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στην Αυστρία («η προσφεύγουσα εταιρία»), στις 19 Ιουλίου 2002.
Η προσφεύγουσα εταιρία εκπροσωπήθηκε από την κ. M. Windhager, δικηγόρο με έδρα τη Βιέννη. Η Αυστριακή Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπήθηκε από τον υπάλληλο, πρέσβη F. Trauttmansdorf, επικεφαλής του Τμήματος Διεθνούς Δικαίου του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών.
Η προσφεύγουσα εταιρία ισχυρίστηκε ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης, που προβλέπεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
Με την απόφαση της 29 Ιουνίου 2006, το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή παραδεκτή.
Ούτε η προσφεύγουσα εταιρία, ούτε η Κυβέρνηση προσκόμισαν περαιτέρω έγγραφες παρατηρήσεις (Κανόνας 59§1).

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ι. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Η προσφεύγουσα εταιρία είναι ιδιοκτήτρια της καθημερινής εφημερίδας «Der Standard”.

A. To υπόβαθρο της υπόθεσης

7. Η Περιφέρεια της Καρίνθια (Land Kärnten) είναι ο πλειοψηφών μέτοχος της Καρινθιακής Εταιρίας Ηλεκτρισμού (Kärntner Elektrizitäts-Aktiengesellschaft - “η KELAG”).
8. Στις 16 Ιουνίου 1999, η KELAG κάλεσε όλους τους μετόχους στη γενική συνέλευση της 9ης Ιουλίου 1999. Ένα θέμα της ημερήσιας διάταξης ήταν η απαλλαγή από τα καθήκοντα και η επανεκλογή του εποπτικού συμβουλίου της εταιρίας (Aufsichtsrat).
9. Για την σύσκεψη της Περιφερειακής Κυβέρνησης της Καρίνθια (Landesregierung), στις 6 Ιουλίου 1999, ο κ. Pfeifenberger, υπεύθυνος οικονομικών θεμάτων κατά την επίμαχη περίοδο, προετοίμασε μία πρόταση, καλώντας την Περιφερειακή Κυβέρνηση να ορίσει συγκεκριμένα πρόσωπα για το εποπτικό συμβούλιο της εταιρίας.
10. Αυτή η πρόταση απεσύρθη πριν την σύσκεψη, καθώς, κατόπιν αίτησης του κ. Haider, Περιφερειακού Κυβερνήτη (Landeshauptmann) της Καρίνθια, είχε ληφθεί μια νομική γνωμοδότηση εκδοθείσα από τον ειδικό κ. Q. Σύμφωνα με αυτή τη γνωμοδότηση, η Περιφέρεια της Καρίνθια, δεν είχε δικαίωμα να ορίσει τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, καθώς τα μέλη έπρεπε να εκλεγούν. Ο εκπρόσωπος της Περιφέρειας της Καρίνθια μπορούσε να προτείνει υποψήφιους και να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα στη γενική συνέλευση της KELAG, χωρίς προηγούμενη απόφαση από την Περιφερειακή Κυβέρνηση.
11. Ο κ. Haider είχε περαιτέρω ενημερώσει τον κ. Pfeifenberger ότι το Νομικό Τμήμα που ασχολείται με συνταγματικά θέματα στο Γραφείο Περιφερειακής Κυβέρνησης της Καρίνθια είχε αποδεχθεί αυτήν την θεώρηση. Ο κ. Haider ανέθεσε στο Νομικό Τμήμα τη σύνταξη μιας γνωμοδότησης. Αυτή η γνωμοδότηση, που εκδόθηκε στις 2 Αυγούστου 1999 ανέφερε ότι η ερμηνεία της σχετικής διάταξης δεν οδηγούσε σε ένα αναμφίλεκτο αποτέλεσμα.
12. Εν τω μεταξύ, ο κ. Pfeifenberger, παρά τη διαμαρτυρία των σοσιαλιστών της Περιφερειακής Κυβέρνησης, εξουσιοδότησε τον κ. Haider να εκπροσωπήσει την Περιφέρεια της Καρίνθια στην γενική συνέλευση της KELAG. Ο κ. Haider, ακολούθως, εκπροσώπησε την Περιφέρεια της Καρίνθια στην προαναφερόμενη γενική συνέλευση στις 9 Ιουλίου 1999 και άσκησε το δικαίωμα ψήφου, χωρίς να έχει προηγουμένως ζητήσει απόφαση της Περιφερειακής Κυβέρνησης.
13. Στις 14 Ιουλίου 1999, κατόπιν αιτήσεως του Αυστριακού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος («το SPÖ), ο κ. S. Καθηγητής νομικής του Πανεπιστημίου του Graz εξέδωσε μια νέα γνωμοδότηση, επτά περίπου σελίδων, αναφορικά με το ζήτημα του «ορισμού μελών του εποπτικού συμβουλίου της KELAG από την Περιφερειακή Κυβέρνηση της Καρίνθια».
14. Αυτή η γνωμοδότηση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εκλογή του εποπτικού συμβουλίου της KELAG από τον Περιφερειακό Κυβερνήτη, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Περιφερειακής Κυβέρνησης, δεν ήταν σύμφωνη με το ομοσπονδιακό συνταγματικό δίκαιο, το περιφερειακό συνταγματικό δίκαιο και τον Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης. Η γνωμοδότηση, τέλος, ανέφερε την δυνατότητα υποβολής αίτησης καθαίρεσης των μελών της Περιφερειακής Κυβέρνησης ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου με πλειοψηφική ψήφο του Περιφερειακού Κοινοβουλίου (Landtag) σύμφωνα με το Άρθρο 142 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος (Bundes-Verfassungsgesetz) για παραβίαση νόμου από πρόθεση. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου σε περίπτωση αίτησης καθαίρεσης συνίσταται είτε στην αθώωση του υπεύθυνου, είτε στην διαπίστωση περιστατικού, το οποίο οδηγεί σε απόλυση του προσώπου από την θέση του. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, σε περίπτωση ήσσονος παράβασης, εφόσον διαγνωσθεί παραβίαση νόμου, δεν έχει τη δυνατότητα να περιορίσει την απόφασή του, καθώς στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση καθαίρεσης θα έπρεπε να υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 142§2 (δ), το οποίο δεν προβλέπει τέτοια εναλλακτική.

Β. Το επίμαχο άρθρο

15. Στις 16 Ιουλίου 1999 η προσφεύγουσα εταιρία δημοσίευσε ένα άρθρο στο πρωτοσέλιδό της «Der Standard», το οποίο είχε ως ακολούθως:

«Ο Haider παραβίασε το Σύνταγμα

Σύμφωνα με μια γνωμοδότηση που ανατέθηκε από το SPÖ στο Πανεπιστήμιο Graz, o Περιφερειακός Κυβερνήτης Jörg Haider διέπραξε «παράβαση νόμου», διορίζοντας το εποπτικό συμβούλιο της KELAG. Η εφαρμογή του Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης από αυτόν είναι «αυθαίρετη, παράνομη και αντισυνταγματική». Το ÖVP [Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα] παρ’ όλ’ αυτά δεν θέλει να υποστηρίξει αίτηση καθαίρεσης. Καλεί τον Haider να αναθεωρήσει τις αποφάσεις του KELAG αναφορικά με το προσωπικό, που το FPÖ [Αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας] απορρίπτει κατηγορηματικά: «αρνούμαστε τον εκβιασμό».»

16. Το άρθρο συνεχίζει στην σελίδα 8, υπό τον ίδιο τίτλο, με τον υπότιτλο «Η γνωμοδότηση καθηγητή του Graz καταλογίζει στον Περιφερειακό Κυβερνήτη για σκόπιμη παραπλάνηση». Ανέφερε τα εξής:

«Ο Κυβερνήτης της Περιφέρειας της Καρίνθια, Jörg Haider, ενεργώντας μόνος κατά το διορισμό των μελών του εποπτικού συμβουλίου της KELAG διέπραξε πρόδηλα παράβαση των νόμων και του Συντάγματος. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο A.S. [πλήρες όνομα], καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Graz, στην γνωμοδότηση του για συνταγματικά ζητήματα που τέθηκαν από το SPÖ της Καρίνθια. Ο Haider, ενεργώντας αυθαίρετα, παρέκαμψε τον Κώδικα Διαδικασίας της Κυβέρνησης της Καρίνθια και γι’ αυτό έχει παραβιάσει το νόμο και το Σύνταγμα. Η γνωμοδότηση αναφέρει ως επιβαρυντικό παράγοντα ότι ο Haider έχει ‘σκόπιμα παραπλανήσει την Περιφερειακή Κυβέρνηση και αγνόησε το Περιφερειακό Σύνταγμα και τον Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης’. Σύμφωνα με την γνωμοδότηση, υπάρχει η δυνατότητα να εκκινήσουν διαδικασίες καθαίρεσης κατά του Haider. Αν το Συνταγματικό Δικαστήριο καταδικάσει τον Haider, θα του επιβληθεί απαλλαγή από τα καθήκοντα του. Ο ηγέτης του SPÖ Helmut Manzenreiter έχει απευθύνει τελεσίγραφο στον κ. Haider: ή το εποπτικό συμβούλιο θα διοριστεί εξ αρχής από την Περιφερειακή Κυβέρνηση ως σύνολο ή θα πρέπει να γίνει μια τριμερής συμφωνία για την μετατροπή της Kelag σε εταιρία χαρτοφυλακίου. Διαφορετικά, το SPÖ θα κινήσει τις διαδικασίες για την καθαίρεση του κ. Haider πριν τις εθνικές εκλογές. Ο κ. Manzenreiter επίσης κάλεσε το ÖVP να μην “καλύψει” την παρανομία του κ. Haider. Στο Περιφερειακό Κοινοβούλιο το FPÖ αντέδρασε σφοδρά στην έκθεση. Ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του FPÖ, Martin Strutz, δήλωσε ότι πρέπει να ζητηθεί μία δεύτερη γνωμοδότηση. Ο ίδιος ο κ. Haider δεν μπόρεσε να κρύψει την αναστάτωσή του. Χαλάρωσε μόνο όταν ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ÖVP, Klaus Wutte, ξεκαθάρισε ότι το ÖVP δεν θα υποστηρίξει την καθαίρεσή του. Αν και το ÖVP σκοπεύει να αναμείνει τα ευρήματα μιας «ανεξάρτητης» γνωμοδότησης, ο κ. Wutte γνωστοποίησε την στρατηγική του κόμματος: “Όχι τιμωρία αλλά επανόρθωση της παρανομίας του Haider”. Με αυτόν τον τρόπο, έκανε χαλάστρα στο συνάδελφό του Georg Wurmitzer και ταυτόχρονα επιβεβαίωσε την άποψη ότι υπάρχει ένας «σιωπηρός συνασπισμός» μεταξύ του ÖVP και του FPÖ.»

17. Το άρθρο συνοδευόταν από ένα ακόμη κείμενο σε ένα μικρό κουτί, με τον τίτλο «[Το] Σύνταγμα είναι πάνω από το εταιρικό δίκαιο» (Verfassung steht über Aktienrecht). Αυτό το κείμενο εξηγούσε ότι ο κ. Pfeifenberger είχε ετοιμάσει μια κυβερνητική πράξη (Regierungsakt) την οποία ο κ. Heider είχε, εντούτοις αναπέμψει ως «εσφαλμένη». Η γνωμοδότηση ανέφερε ότι αυτή η συμπεριφορά αποτελούσε σκόπιμη παρατυπία από την Περιφερειακή Κυβέρνηση. Το άρθρο ανέφερε περαιτέρω ότι ο ειδικός A.S. δεν αποδεχόταν την αναφορά του κ. Haider στο εταιρικό δίκαιο.

Γ. Διαδικασίες σύμφωνα με τον Νόμο για τα Μ.Μ.Ε.

18. Στις 29 Ιουλίου 1999 ο κ. Haider κίνησε διαδικασίες για κατάσχεση του άρθρου και δημοσίευση της απόφασης κατά το κεφάλαιο 33 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. (Mediengesetz) ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου St. Pölten.
19. Στις 12 Δεκεμβρίου 2000, το Περιφερειακό Δικαστήριο έκρινε ότι το επίδικο άρθρο, αναφέροντας ότι ο κ. Haider παραπλάνησε σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση και ενέργησε κατά παράβαση του Κώδικα Διαδικασίας της Καρινθιακής Κυβέρνησης και του Περιφερειακού Συντάγματος, πληρούσε τα στοιχεία του αδικήματος της δυσφήμησης (üble Nachrede), σύμφωνα με το άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα (Strafgesetzbuch). Γι΄ αυτό, διέταξε την προσφεύγουσα εταιρία να αφαιρέσει τους αμφισβητούμενους ισχυρισμούς στις επόμενες εκδόσεις και να δημοσιεύσει την απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 33 και 34 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. Περαιτέρω, διέταξε την προσφεύγουσα εταιρία να καταβάλει τα έξοδα του νομικού παραστάτη του κ. Haider.
20. Στη δίκη, το δικαστήριο άκουσε τον παραστάτη της προσφεύγουσας εταιρίας, τον κ. Haider και τον κ. Pfeifenberger. Aπέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας εταιρίας για εξέταση όλων των άλλων μελών της Περιφερειακής Κυβέρνησης, ως άσχετο με την προκείμενη διαδικασία.
21. Το δικαστήριο θεώρησε τις δηλώσεις ότι ο κ. Haider είχε παραβιάσει το Σύνταγμα, είχε παραπλανήσει σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση και είχε ενεργήσει παράνομα ως ισχυρισμούς πραγματικών περιστατικών, για τα οποία η προσφεύγουσα εταιρία δεν είχε παραθέσει επαρκή στοιχεία. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη ένδειξη ότι ο κ. Haider είχε παραπλανήσει σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση, γεγονός που από μόνο του ήταν επαρκής λόγος για να διαταχθεί η κατάσχεση του άρθρου. Το αν ο κ. Haider παραβίασε ή όχι το Σύνταγμα είναι ένα θέμα που έπρεπε να είχε διαγνωσθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο με απόφασή του.
22. Η προσφεύγουσα εταιρία εφεσίβαλε την απόφαση. Πρόβαλε, μεταξύ άλλων, ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί ήταν αξιολογικές κρίσεις, βασιζόμενες σε γεγονότα που επικυρώνονταν από την γνωμοδότηση του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Graz και συνέβαλαν στην συζήτηση για ένα ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος.
23. Στις 3 Δεκεμβρίου 2001, το Εφετείο της Βιέννης (Oberlandesgericht), λαμβάνοντας υπόψη ως αποδεικτικό μέσο την γνωμοδότηση του κ. S, απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας. Παρατήρησε ότι η γνωμοδότηση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μία παραδεκτή νομική αξιολόγηση αδιαμφισβητήτων πραγματικών περιστατικών. Το επίμαχο άρθρο, όμως, δεν αναπαρήγαγε απλώς την γνωμοδότηση, αλλά την χρησιμοποίησε για μια αυτοτελή επίθεση στην υπόληψη του κ. Haider. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο δεν είχε παρουσιάσει την γνωμοδότηση στο κειμενικό περιβάλλον της (context), δηλαδή στο πλαίσιο μιας νομικής διαφοράς, αλλά την παρουσίασε ως μια αμετάκλητη ετυμηγορία κατά του κ. Haider. To δικαστήριο αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στο κείμενο των τίτλων του άρθρου. Περαιτέρω παρατήρησε ότι το άρθρο δεν είχε δημοσιεύσει κάποιο σχόλιο του κ. Haider και δεν είχε επισημάνει την ύπαρξη της γνωμοδότησης που εξέδωσε ο έτερος ειδικός Q. Περαιτέρω, το άρθρο περιελάμβανε ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν θεμελιώνονταν στην γνωμοδότηση, δηλαδή ότι ο κ. Haider είχε σκόπιμα παραπλανήσει την Περιφερειακή Κυβέρνηση και την αναφορά σε δυνατότητα αίτησης καθαίρεσης ενός μέλους της Περιφερειακής Κυβέρνησης που, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας του Περιφερειακού Κοινοβουλίου, είχε σκόπιμα παραβιάσει το νόμο. Το δικαστήριο τελικά παρατήρησε ότι η διάταξη του Περιφερειακού Δικαστηρίου να διαγραφούν οι αμφισβητούμενοι ισχυρισμοί δεν υποκαθιστούσε αλλά συμπλήρωνε την διάταξη για ανάκληση των σχετικών θεμάτων. Αυτή η απόφαση επιδόθηκε στον νομικό παραστάτη της προσφεύγουσας εταιρίας την 21η Ιανουαρίου 2002.

Δ. Διαδικασίες σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα

24. Στις 4 Δεκεμβρίου 2001, ο κ. Haider υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κατά το άρθρο 1330 του Αστικού Κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch) κατά της προσφεύγουσας εταιρίας.
25. Στις 19 Ιουνίου 2002, το Εμποροδικείο της Βιέννης (Handelsgericht), αναφερόμενο στις αποφάσεις των δικαστηρίων επί των διαδικασιών σύμφωνα με τον Νόμο περί Μ.Μ.Ε., όρισε ασφαλιστικά μέτρα και διέταξε την προσφεύγουσα να ανακαλέσει τους ισχυρισμούς ότι ο κ. Haider, διορίζοντας τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, παραπλάνησε σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση και παραβίασε τον κώδικα διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης και το Περιφερειακό Σύνταγμα. Διέταξε, επίσης, την προσφεύγουσα εταιρία να καταβάλει τα έξοδα για τον νομικό παραστάτη του κ. Haider.
26. To δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εταιρίας ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πλημμέλειες του άρθρου, αφού το άρθρο είχε συνταχθεί από έναν δημοσιογράφο χωρίς νομική παιδεία. Ο δημοσιογράφος είχε βασιστεί σε δελτία τύπου που δημοσιοποιήθηκαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τα οποία συνόψιζαν εσφαλμένα την γνωμοδότηση. Το δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν είχε συμμορφωθεί με τις δημοσιογραφικές της υποχρεώσεις επιμέλειας, καθώς δεν συμβουλεύθηκε την διαθέσιμη γνωμοδότηση.
27. Στις 20 Νοεμβρίου 2002, το Εφετείο της Βιέννης (Oberlandesgericht) απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας εταιρίας. Η απόφαση επιδόθηκε στον νομικό παραστάτη της προσφεύγουσας εταιρίας στις 4 Δεκεμβρίου 2002.

ΙΙ. ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

28. Η παράγραφος 6 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. προβλέπει αυστηρή ευθύνη του εκδότη σε περιπτώσεις δυσφήμησης. Το θύμα μπορεί έτσι να αξιώσει απαιτήσεις από αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο, η «δυσφήμηση» ορίζεται από την παράγραφο 111 του Ποινικού Κώδικα (Strafgesetzbuch), ως εξής:


«1. Όποιος, κατά τρόπο αντιληπτό σε τρίτο πρόσωπο, αποδίδει σε άλλον περιφρονητικές ιδιότητες ή αντιλήψεις ή τον κατηγορεί για συμπεριφορά αντίθετη στην τιμή ή την ηθική, προσβάλλοντάς τον ή άλλως υποβαθμίζοντας την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μηνών ή πρόστιμο …
2. Όποιος διαπράττει αυτό το αδίκημα σε έντυπο έγγραφο, με εκπομπή ή με άλλο τρόπο έτσι ώστε η δυσφήμιση να διαδοθεί σε ευρεία κλίμακα του κοινού, τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός έτους ή πρόστιμο.
3. Το πρόσωπο που προβαίνει στον ισχυρισμό δεν τιμωρείται εάν αποδειχθεί ότι ο ισχυρισμός είναι αληθής. Στην περίπτωση της προβλεπόμενης από την παράγραφο 1 προσβολής, δεν τιμωρείται, επίσης, αν συντρέχουν περιστάσεις που του εμπέδωσαν την πεποίθηση ότι ο ισχυρισμός ήταν αληθής.»

29. Το άρθρο 33§2 του Νόμου περί ΜΜΕ προβλέπει τα εξής:

«Η κατάσχεση διατάσσεται με ειδική διαδικασία ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάθε άλλου προσώπου που νομιμοποιείται, αν μια δημοσίευση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης πληροί την αντικειμενική υπόσταση ενός ποινικού αδικήματος και αν η δίωξη ενός συγκεκριμένου προσώπου δεν μπορεί να διασφαλιστεί ή αν η καταδίκη αυτού του προσώπου είναι αδύνατη για λόγους που αποκλείουν τον κολασμού, δεν έχει ζητηθεί ή μια τέτοια αίτηση έχει απορριφθεί. Αν δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή σε περίπτωση που ο δράστης έχει αποδείξει την αλήθεια, η υπεράσπιση της αλήθειας είναι επίσης διαθέσιμη στον ιδιοκτήτη (εκδότη) του εν λόγω μέσου ενημέρωσης, εφόσον το συμφέρει …».

30. Η παράγραφος 34 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. προβλέπει την δημοσίευση απόφασης (Urteilsveröffentlichung). Προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι μια ποινική απόφαση που αφορά αδίκημα των Μ.Μ.Ε. πρέπει να διατάσσει, εφόσον ζητείται από την πολιτική αγωγή, την δημοσίευση των τμημάτων της απόφασης που είναι αναγκαία για την ενημέρωση του κοινού για το αδίκημα και την καταδίκη. Αιτήσει της πολιτικής αγωγής, η δημοσίευση απόφασης πρέπει να διατάσσεται σε ειδική διαδικασία, εφόσον οι ισχυρισμοί πληρούν την αντικειμενική υπόσταση της δυσφήμησης από Μ.Μ.Ε. και η δίωξη συγκεκριμένου ατόμου δεν είναι δυνατή.
31. Η παράγραφος 1330 του Αστικού Κώδικα (Allgemeines Bürgerliches Gesetzbuch) ορίζει ως εξής:

«1. Όποιος υφίσταται περιουσιακή ή ηθική ζημία λόγω δυσφήμησης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση.
2. Το ίδιο ισχύει και αν κάποιος διαδίδει περιστατικά τα οποία προσβάλλουν την τιμή, την υπόληψη και τον βιοπορισμό άλλου προσώπου, η αναλήθεια των οποίων ήταν ή έπρεπε να είναι γνωστή σ’ αυτόν. Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει επίσης δικαίωμα ανάκλησης και σχετικής δημοσίευσης…»

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ι. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

3. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται ότι οι αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων παραβίασαν το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης, σύμφωνα με το άρθρο 10 της Σύμβασης, το οποίο έχει ως εξής:


1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίας εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.
2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθεί εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημόσιαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

4. Η Κυβέρνηση αμφισβητεί αυτό το παράπονο. Ενώ αποδέχθηκε ότι τα παραπάνω μέτρα συνιστούν παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας εταιρίας κατ’ άρθρο 10§1 της Σύμβασης, ισχυρίζεται πάντως ότι αυτή η παρέμβαση προβλέπεται από νόμο, αποσκοπεί στο νόμιμο σκοπό της αποτελεσματικής προστασίας της υπόληψης ή δικαιωμάτων τρίτων και ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του σκοπού αυτού. Η Κυβέρνηση αναφέρεται στα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων τα οποία θεωρεί σχετικά και επαρκή. Η Κυβέρνηση εκθέτει, συγκεκριμένα, ότι, ενώ η ίδια η γνωμοδότηση αποτελεί αξιολογική κρίση, το επίδικο άρθρο δεν αναφερόταν σε αυτό το θέμα ως νομική διαφορά, αλλά θεμελίωσε επί της γνωμοδότησης μια αμετάκλητη ετυμηγορία κατά του Καρίνθιου Κυβερνήτη. Έτσι, το άρθρο δεν ανέφερε την ύπαρξη της αντίθετης γνωμοδότησης. Επιπρόσθετα, αναφορικά με την διαστρέβλωση της γνωμοδότησης, η προσφεύγουσα εταιρία δεν απέδειξε ότι είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της για διασφάλιση της δημοσιογραφικής επιμέλειας, καθώς βασίστηκε σε ένα δελτίο τύπου του πολιτικού κόμματος του οποίου οι θέσεις ήταν γνωστό ότι συχνά ήταν αντίθετες σε αυτές του Καρίνθιου Κυβερνήτη, χωρίς να ελέγξει την αλήθεια πίσω από αυτούς τους ισχυρισμούς. Η Κυβέρνηση τελικά ισχυρίστηκε ότι η παρέμβαση ήταν επίσης σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς τα αυστριακά δικαστήρια απλώς διέταξαν την προσφεύγουσα εταιρία να απαλείψει τις αμφισβητούμενες παραγράφους στις υπόλοιπες εκδόσεις της “Der Standard” που επρόκειτο να διατεθούν σε κυκλοφορία και να δημοσιεύσει την απόφαση.
5. Η προσφεύγουσα εταιρία αντέκρουσε αυτά τα επιχειρήματα. Προβάλλει ότι το επίδικο άρθρο συνέβαλε σε ένα διάλογο δημόσιου ενδιαφέροντος, ο οποίος, υπό το φως των διαρκών αντιθέσεων του κ. Haider με το Σύνταγμα και τους αντιπροσώπους του, ήταν ιδιαίτερης σημασίας. Το άρθρο περιλάμβανε ακριβείς πραγματικούς ισχυρισμούς και επιπλέον βασιζόταν σε αξιολογικές κρίσεις, δηλαδή ισχυρισμούς που αφορούν τον νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων του κ. Haider. To άρθρο αντανακλούσε ορθά τα βασικά συμπεράσματα της γνωμοδότησης που συνιστά μια επιτρεπτή νομική αξιολόγηση των πράξεων του κ. Haider. Tα εθνικά δικαστήρια εσφαλμένα θεώρησαν ότι το ζήτημα εάν υφίσταται προσβολή του Συντάγματος εμπίπτει στην αποκλειστική αποφασιστική αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου και δεν θεώρησαν ότι αυτό το νομικό ζήτημα τελικά παρέμεινε αμφισβητούμενο. Η κρίση των εθνικών δικαστηρίων και του Κυβερνήτη ότι το άρθρο συνιστούσε μια ανεξάρτητη επίθεση στην τιμή του κ. Haider δεν ήταν ακριβής, καθώς το άρθρο λάμβανε υπόψη τις θέσεις του κ. Haider. Το άρθρο αναφερόταν ρητά στην ανακοίνωση αντίθετων γνωμοδοτήσεων από πολιτικούς του FPÖ και του ÖVP. Η προσφεύγουσα εταιρία τελικά ισχυρίστηκε ότι συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της δημοσιογραφικής επιμέλειας, καθώς το άρθρο είχε βασιστεί και στο δελτίο τύπου και στην γνωμοδότηση. Όταν ο τύπος μεταδίδει ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, πρέπει να μπορεί να βασίζεται σε επίσημες αναφορές χωρίς να υποχρεούται να διεξάγει ανεξάρτητη έρευνα. Επί του παρόντος υπήρχαν επαρκείς λόγοι να πιστεύει κανείς ότι οι αμφισβητούμενοι ισχυρισμοί είναι ακριβείς.
6. Το Δικαστήριο κρίνει ότι τα οι αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων παρενέβησαν στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας στην ελευθερία έκφρασης, κατά το άρθρο 10 της Σύμβασης. Η παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο, δηλαδή τις παραγράφους 33 και 34 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε., σε συνδυασμό με την παράγραφο 111 του Ποινικού Κώδικα και το άρθρο 1330 του Αστικού Κώδικα, αντίστοιχα και αποσκοπεί στο νόμιμο σκοπό της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων.
7. Τα επιχειρήματα των μερών εστιάζουν στην αναγκαιότητα της παρέμβασης. Αναφορικά με τις γενικές αρχές της ελευθερίας του τύπου, στο πλαίσιο της πολιτικής κριτικής και το ζήτημα της αξιολόγησης της αναγκαιότητας μιας παρέμβασης σε αυτήν την ελευθερία, το Δικαστήριο αναφέρεται στην περίληψη της πάγιας νομολογίας του στις υποθέσεις Feldek (Feldek κατά Σλοβακίας, no. 29032/95, §§ 72-74, ECHR 2001‑VIII με περαιτέρω παραπομπές) και Scharsach και News Verlagsgesellschaft κατά Αυστρίας (no. 39394/98, § 30, ECHR 2003‑XI).
8. Σύμφωνα με τη νομολογία του, το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων ήταν «σχετική και επαρκής» και αν η παρέμβαση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας ενόψει του νόμιμου σκοπού. Σε αυτή του την κρίση, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη το πεδίο εκτίμησης των εθνικών δικαστηρίων.
9. Στρεφόμενο στα στοιχεία που έχουν αναπτυχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρουσιάζει ιδιαίτερη σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την διάκριση ανάμεσα σε ισχυρισμούς γεγονότων και αξιολογικές κρίσεις. Ενώ η ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών μπορεί να αποδειχθεί, η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν υπόκειται σε απόδειξη (βλ. λ.χ., Feldek, ό.π., §§ 75-76; Jerusalem κατά Αυστρίας, no. 26958/95, § 43, ECHR 2001‑II; De Haes and Gijsels κατά Βελγίου, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1997, Reports of Judgments and Decisions 1997‑I, p. 236, § 47; Oberschlick κατά Αυστρίας (no. 2), απόφαση 1ης Ιανουαρίου 1997, Εκθέσεις 1997‑IV, p. 1276, § 33). Το Δικαστήριο σημειώνει περαιτέρω ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης δεν κατοχυρώνει μία πλήρως απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, ακόμη και κατά την δημοσιογραφική κάλυψη ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος. Με την αναφορά σε «καθήκοντα και υποχρεώσεις» κατά την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, η εγγύηση που προβλέπει το Άρθρο 10 για τους δημοσιογράφους σε σχέση με την μετάδοση θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος τελεί υπό την επιφύλαξη ότι ενεργούν με καλή πίστη προκειμένου να παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες, σύμφωνα με την δημοσιογραφική δεοντολογία. Περαιτέρω, απαιτούνται ειδικοί λόγοι για την απαλλαγή των Μ.Μ.Ε. από την πάγια υποχρέωσή τους να πιστοποιούν πραγματικά περιστατικά που είναι δυσφημιστικά για ιδιώτες. Εάν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, εξαρτάται συγκεκριμένα από την φύση και το βαθμό της εκάστοτε δυσφήμησης και την έκταση στην οποία τα Μ.Μ.Ε. μπορούν εύλογα να θεωρούν τις πηγές τους ως αξιόπιστες για τους ισχυρισμούς (βλ. ως μια πρόσφατη αρχή Pedersen and Baadsgaard v. Denmark [GC], no. 49017/99, § 78, ECHR 2004‑..., με περαιτέρω παραπομπές).
10. Στην προκειμένη υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια, όταν σταθμίζουν συγκρουόμενα συμφέροντα, λ.χ. αφενός το δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας στην ελευθερία της έκφρασης και αφετέρου το δικαίωμα του κ. Haider για την προστασία της υπόληψης, έκριναν υπέρ του κ. Haider. Ανέφεραν ότι η προσφεύγουσα εταιρία είχε χρησιμοποιήσει την γνωμοδότηση του κ. S επί των ενεργειών του κ. Haider για δικούς της σκοπούς, δηλαδή για μια ανεξάρτητη επίθεση στην υπόληψη του τελευταίου. Αναφέρθηκαν σχετικώς, πρώτον, στο κείμενο των τίτλων των άρθρων και στο γεγονός ότι το άρθρο δεν περιείχε κάποιο σχόλιο του κ. Haider και δεν είχε αναφέρει την άλλη, πιο θετική γνωμοδότηση. Περαιτέρω, παρατήρησαν ότι το άρθρο περιλάμβανε ισχυρισμούς που δεν θεμελιώνονταν στην γνωμοδότηση.
11. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το επίμαχο άρθρο σχετίζεται με την συμπεριφορά του κ. Haider, ενός πολιτικού ηγέτη, στο πλαίσιο του επαναπροσδιορισμού του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, ενός εν μέρει δημοσίας ιδιοκτησίας οργανιμσού. Καθώς αυτό το θέμα είναι αξιόλογου δημόσιου και πολιτικού ενδιαφέροντος, απαιτείται ιδιαίτερη περίσκεψη του Δικαστηρίου σε περιπτώσεις που, όπως η παρούσα, τα μέτρα που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές είναι ικανά να αποθαρρύνουν τη συμμετοχή μιας καθημερινής εφημερίδας σε μια τέτοια αντιπαράθεση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο περαιτέρω υπενθυμίζει ότι η ελευθεροτυπία αποτελεί ένα δημόσιο μέσο αποκάλυψης και διαμόρφωσης γνώμης για τις ιδέες και συμπεριφορές των πολιτικών ηγετών και περιλαμβάνει την δυνατότητα υπερβολής, ακόμη και πρόκλησης. Γι’ αυτό, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το επιχείρημα ότι το ρεπορτάζ της προσφεύγουσας εταιρίας ήταν μονόπλευρο και αποσπασματικό, αφού δεν έχει τοποθετηθεί στο κατάλληλο κειμενικό περιβάλλον (context) άσχετο για να δικαιολογηθεί περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας. Εντούτοις, τα εσωτερικά δικαστήρια υπογράμμισαν περαιτέρω, ότι το άρθρο αναπαρήγαγε εσφαλμένα την γνωμοδότηση.
12. Το Δικαστήριο σημειώνει σχετικά μ’ αυτό ότι το άρθρο παρέθετε την γνωμοδότηση κατ’ επανάληψη ωσάν να ανέφερε ότι εξαπάτησε με πρόθεση την Περιφερειακή Κυβέρνηση. Αναφέρθηκε σε αυτήν την πληροφορία στον τίτλο του άρθρου («Γνωμοδότηση του καθηγητή του Graz αποδίδει στον Περιφερειακό Κυβερνήτη σκόπιμη παραπλάνηση»), στο κείμενο του άρθρου («… η γνωμοδότηση αναφέρει ως επιβαρυντικό παράγοντα ότι ο Haider έχει ‘σκόπιμα παραπλανήσει την Περιφερειακή Κυβέρνηση και αγνόησε το Περιφερειακό Σύνταγμα και τον Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης») και σε ένα μικρό κουτί συνημμένο στο άρθρο. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η επίμαχη γνωμοδότηση δεν περιέχει κανένα τέτοιο ισχυρισμό και, έτσι, επικυρώνει τις κρίσεις των εσωτερικών δικαστηρίων ότι οι παραπάνω περικοπές ήταν δυσφημιστικές, καθώς περιλάμβαναν ανακριβείς ισχυρισμούς γεγονότων. Το Δικαστήριο θεωρεί περαιτέρω ότι αυτοί οι ισχυρισμοί, βάσει των οποίων ο κ. Haider ενέργησε παράνομα μολονότι το γνώριζε, συνιστούν σοβαρές κατηγορίες εναντίον του.
13. Η προσφεύγουσα εταιρία προβάλλει ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πλημμέλειες του άρθρου, καθώς μπορούσε εύλογα να βασιστεί σε ένα δελτίο τύπου που συντάχθηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο συνόψιζε εσφαλμένα την γνωμοδότηση. Σχετικά μ’ αυτό, επικαλείται την κρίση του Δικαστηρίου σε προηγούμενη υπόθεση, κατά την οποία ο τύπος δικαιούται κανονικά, όταν συμβάλλει σε ένα δημόσιο διάλογο για θέματα νομιμότητας, να βασίζεται σε περιεχόμενα επίσημων εκθέσεων, χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε ανεξάρτητο έλεγχο. (Βλέπε Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], no. 21980/93, § 68, ECHR 1999‑III). Το Δικαστήριο, όπως και οι εθνικές αρχές, δεν έχει πεισθεί από αυτό το επιχείρημα. Αμφισβητεί σοβαρά αν οι ισχυρισμοί των πολιτικών αντιπάλων του κ. Haider μπορούν να συγκριθούν με την επίσημη έκθεση που συνετάγη από έναν ειδικό διορισμένο από την Κυβέρνηση στην υπόθεση Bladet Tromsø. Περαιτέρω, αντίθετα με εκείνη την υπόθεση, η προσφεύγουσα εταιρία στην υπό κρίση υπόθεση δεν αναφέρθηκε στην υποκείμενη προβαλλόμενη ως ανακριβή πηγή, δηλαδή στο δελτίο τύπου, αλλά παρέθετε ρητά την γνωμοδότηση. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι αυτή η περίπου επτασέλιδη γνωμοδότηση ήταν διαθέσιμη στην προσφεύγουσα εταιρία. Έχοντας υπόψη την σοβαρότητα των κατηγοριών εναντίον του κ. Haider, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα εταιρία θα έπρεπε να είχε συμβουλευθεί την ίδια τη γνωμοδότηση προκειμένου να τηρήσει την υποχρέωση της δημοσιογραφικής επιμέλειας, παρά να βασιστεί στο δελτίο τύπου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, χωρίς καμία περαιτέρω έρευνα.
14. Έχοντας υπόψη αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων ήταν «σχετική και κατάλληλη». Θεωρώντας, περαιτέρω, ότι δεν επιβλήθηκαν ποινές στην προσφεύγουσα εταιρία, αλλά ότι τα δικαστήρια διέταξαν, σε ένα σύνολο διαδικασιών, την κατάσχεση των υπόλοιπων τευχών της σχετικής έκδοσης της “Der Standard” και την δημοσίευση της απόφασης και, σε ένα άλλο σύνολο διαδικασιών, την ανάκληση των αναληθών ισχυρισμών γεγονότων και άλλων δηλώσεων στο ενδιάμεσο πλαίσιο, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρέμβαση ήταν, επίσης, σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Αυτά τα μέτρα δεν απέτρεψαν την προσφεύγουσα εταιρία από το να συζητήσει το προκείμενο θέμα με άλλο τρόπο.
15. Συνολικά, η παρέμβαση που καταγγέλλεται μπορεί να θεωρηθεί «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων άλλων ατόμων. Ακολούθως, δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης.

Συντάχθηκε στα αγγλικά και κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 22 Φεβρουαρίου 2007, σύμφωνα με τον Κανόνα 77§§2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Søren Nielsen Χρήστος Ροζάκης Γραμματέας Πρόεδρος

Σύμφωνα με το άρθρο 45§2 της Σύμβασης και του Κανόνα 74§2 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η κοινή μειοψηφούσα άποψη των κ. Ροζάκη, κ. Vajić και του κ. Spielmann επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.


ΚΟΙΝΗ ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΡΟΖΑΚΗ, VAJIĆ ΚΑΙ SPIELMANN.

Λυπούμαστε που δεν μπορούμε να συμμεριστούμε το συμπέρασμα της πλειοψηφίας ότι δεν έχει υπάρξει παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης. Σύμφωνα με την παραδοσιακή νομολογία του Δικαστηρίου, το πεδίο εφαρμογής του Άρθρο 10§2 της Σύμβασης περί περιορισμών στον πολιτικό λόγο ή στην αντιπαράθεση σε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος είναι περιορισμένο (βλ. Sürek κατά Τουρκίας (no. 1) [GC], no. 26682/95, § 61, ECHR 1999-IV). Περαιτέρω, τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι ευρύτερα όταν αφορούν έναν πολιτικό από ό,τι όταν αφορούν έναν ιδιώτη. Αναντίστοιχα με τον τελευταίο, ο πρώτος θέτει αναπόφευκτα και ενσυνείδητα τον εαυτό του σε ανοικτή και στενή κριτική για το λόγο και τις πράξεις του από τους δημοσιογράφους και το ευρύ κοινό και πρέπει ακολούθως να επιδεικνύει μεγαλύτερο βαθμό ανοχής (βλ. Lingens κατά Αυστρίας, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1986, Συλλογή A no. 103, p. 26, § 42, και Incal κατά Τουρκίας, απόφαση της 9ης Ιουνίου 1998, Εκθέσεις 1998-IV, p. 1567, § 54).
2. Στην υπό κρίση περίπτωση το επίμαχο άρθρο ασχολείται με τη συμπεριφορά του κ. Haider, ενός πολιτικού ηγέτη, στο φόντο της επανεκλογής του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, ενός οργανισμού εν μέρει δημόσιας ιδιοκτησίας. Το άρθρο έτσι αφορούσε σαφώς την πολιτική αντιπαράθεση σε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, σε μια περιοχή στην οποία, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει, οι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
3. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν είχε απλώς αναπαραγάγει την γνωμοδότηση, αλλά την χρησιμοποίησε για ίδιους σκοπούς, δηλαδή μια ανεξάρτητη επίθεση στην υπόληψη του κ. Haider. Ανέφεραν σχετικά, πρώτα ότι το κείμενο των τίτλων του άρθρου και το γεγονός ότι στο άρθρο δεν ήταν δημοσιευμένο κάποιο σχόλιο από τον κ. Haider και ότι δεν είχε αναφερθεί μία άλλη, πιο θετική γνωμοδότηση. Περαιτέρω, παρατήρησαν ότι το άρθρο περιλάμβανε ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν θεμελιώνονταν από την γνωμοδότηση.
4. Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που περιγράφονται στις παραγράφους 39 – 41 της απόφασης, η πλειοψηφία κρίνει ότι η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων ήταν «σχετική και επαρκής», ότι δεν επιβλήθηκαν ποινές στην προσφεύγουσα εταιρία, αλλά αντίθετα, σε ένα σύνολο διαδικασιών, τα δικαστήρια διέταξαν την κατάσχεση των εναπομεινάντων τευχών της επίμαχης έκδοσης της «Der Standard” και τη δημοσίευση της απόφασης και, σε ένα άλλο σύνολο διαδικασιών, την ανάκληση των αναληθών ισχυρισμών πραγματικών περιστατικών και άλλων δηλώσεων που έγιναν στο άμεσο κειμενικό περιβάλλον. Με αυτή την βάση, η πλειοψηφία θεωρεί ότι η παρέμβαση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και ότι αυτά τα μέτρα δεν απέτρεψαν την προσφεύγουσα εταιρία από τη συζήτηση του προκειμένου ζητήματος με άλλο τρόπο (παράγραφος 42 της απόφασης).
Ακολούθως, η πλειοψηφία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση που προβάλλεται θα μπορούσε να θεωρηθεί «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων (παράγραφος 43 της απόφασης).
5. Δεν έχουμε πεισθεί από αυτήν την αιτιολογία. Επιπρόσθετα, το άρθρο παρουσιάστηκε με ένα αποσπασματικό και μονομερή τρόπο, παραλείποντας λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είχαν παρουσιάσει την συμπεριφορά του κ. Haider πιο θετικά. Εντούτοις, θα πρέπει να επαναληφθεί ότι η δημοσιογραφική ελευθερία περιλαμβάνει επίσης την δυνατότητα για χρήση ενός βαθμού υπερβολής ή ακόμη και πρόκλησης (βλ. μεταξύ αρκετών άλλων, Prager και Oberschlick κατά Αυστρίας , απόφαση της 26ης Απριλίου 1995, Συλλογή A no. 313, p. 19, § 38). Σε αυτό το πλαίσιο, περαιτέρω θεωρούμε ότι τα έντυπα άρθρα διαμορφώνονται κανονικά βάσει πολιτικών πεποιθήσεων και δεν θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των εκτενών επιστημονικών μελετών. Αντίθετα προς αυτό το υπόβαθρο, ο ισχυρισμός του άρθρου ότι η αίτηση για καθαίρεση του κ. Haider ήταν πιθανή, φαίνεται να είναι εντός των ορίων της αποδεκτής ερμηνείας της γνωμοδότησης που είχε περιλάβει αυτήν την δυνατότητα στην περίληψή της.
6. Σημειώνουμε, μάλιστα, ότι ο ισχυρισμός του άρθρου ότι ο κ. Haider είχε δράσει με δόλο δεν θεμελιωνόταν στην γνωμοδότηση. Εντούτοις, ο ισχυρισμός βασιζόταν σε ένα ανακριβές δελτίο τύπου του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Γι’ αυτό είμαστε της γνώμης ότι η προσφεύγουσα εταιρία είχε το δικαίωμα να βασιστεί στο περιεχόμενο αυτού του δελτίου (βλ. mutatis mutandis, Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], no. 21980/93, § 68, ECHR 1999‑III). Σημειώνουμε σχετικά ότι το δελτίο τύπου αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τα μέσα ενημέρωσης. Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε παραγγείλει την γνωμοδότηση και γι’ αυτό φαίνεται φυσιολογικό να παρουσιάσει το συγκεκριμένο κόμμα την περίληψή της στο κοινό. Σημειώνουμε, εν τέλει, ότι η παρανόηση του περιεχομένου της γνωμοδότησης από την προσφεύγουσα εταιρία θα μπορούσε εύκολα να διορθωθεί αν ο κ. Haider είχε ζητήσει από την προσφεύγουσα εταιρία να δημοσιεύσει μια αντίθετη δήλωση. Δεν έχουμε πεισθεί ότι σε μια περίπτωση όπως αυτή, η άμεση προσφυγή του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. και τις αστικές διαδικασίες κατά των δημοσιογράφων συγκροτούν μια σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας αντίδραση. Αντιθέτως, οι εναλλακτικές μέθοδοι επίλυση διαφοράς, όπως η δημοσίευση αντίθετης δήλωσης, θα μπορούσαν τουλάχιστον να είναι το πρώτο βήμα σε μια υπόθεση όπως αυτή.
7. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν από τα Αυστριακά δικαστήρια δεν ήταν συμβατά με τις αρχές που περιέχονται στο Άρθρο 10 και ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν κατέληξαν σε «σχετικές και επαρκείς» δικαιολογίες για να δικαιολογήσουν την προκειμένη παρέμβαση. Δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10§2 της Σύμβασης περί περιορισμών του διαλόγου σε ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος είναι στενό, θεωρούμε ότι τα εθνικά δικαστήρια υπερέβησαν το στενό πεδίο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα Κράτη Μέλη και ότι η παρέμβαση ήταν αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι, έτσι, δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
8. Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ότι η περιορισμένη φύση της παρέμβασης, δηλαδή η διαταγή για κατάσχεση, η δημοσίευση της απόφασης και η διάταξη για ανάκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών του άρθρου είναι αποφασιστική . αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι τα εσωτερικά δικαστήρια περιόρισαν την ελευθερία της έκφρασης, βασιζόμενα σε λόγους που δεν μπορούν αν κριθούν επαρκείς και σχετικοί ενόψει του δημόσιου διαλόγου που έλαβε χώρα. Έτσι, υπερέβησαν αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί «αναγκαίος» περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας.
9. Συμπερασματικά, κρίνουμε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.


Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007

Δικαίωση Σ.Τσιτουρίδη από το ΕΣΡ


Η ανακριβής μετάδοση γεγονότων αποτελεί μία μορφή παράβασης των υποχρεώσεων της ραδιοτηλεόρασης που προβλέπεται από τον Κώδικα Δεοντολογίας Ενημερωτικών Εκπομπών (π.δ.77/2003) και αποτελεί αντικείμενο ελέγχου από το ΕΣΡ.

Το ΕΣΡ έχει εκδώσει πάνω από 10 αποφάσεις για αυτή την περίπτωση παράβασης, ενώ πρόσφατα εκδόθηκαν τρεις σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες σχετίζονται με την υπόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και την απόπειρα σύνδεσης εμπλεκόμενων σ’ αυτήν την υπόθεση προσώπων με τον πρώην υπουργό Απασχόλησης.

Με την απόφαση 226/2007 επιβλήθηκε πρόστιμο 40.000 ευρώ (υπήρξαν μειοψηφίες για το ύψος του προστίμου) σε τηλεοπτικό σταθμό για τη μετάδοση της πληροφορίας ότι ο ειδικός γραμματέας του υπουργείου απασχόλησης ανήκε «στην παρέα των Βρυξελλών» και είχε τοποθετηθεί στην ως άνω θέση από τον Υπουργό Απασχόλησης.

Το ΕΣΡ κατέληξε ότι «ο εν λόγω γραµµατεύς ουδέποτε είχε θητεύσει σε κοινοτικό όργανο στο εξωτερικό και ότι εντεύθεν δεν ανήκε στην «παρέα των Βρυξελλών». Εποµένως η αποδοθείσα στον ως άνω Υπουργό ευθύνη για δήθεν διορισµό προσώπου µετέχοντος στην ως άνω «παρέα» ως ειδικού γραµµατέα του Υπουργείου Απασχόλησης, ήταν ανακριβής. Η ως άνω πληροφορία µεταδόθηκε άνευ προηγουµένου ελέγχου και χωρίς του προσήκοντος αισθήµατος ευθύνης µε αποτέλεσµα τον διασυρµό του προαναφερθέντος Υπουργού».

Με την απόφαση 227/2007 επιβλήθηκε πρόστιμο 40.000 ευρώ (και πάλι υπήρξαν μειοψηφίες για το ύψος) σε άλλο τηλεοπτικό σταθμό για την μετάδοση της πληροφορίας ότι ο υπουργός είχε διορίσει σύμβουλό του στο υπουργείο άλλο πρόσωπο εμπλεκόμενο στην υπόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Το ΕΣΡ κατέληξε ότι «η ως άνω αναφορά δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια διότι ο *** δεν διορίστηκε σύµβουλος στον προαναφερθέν Υπουργείο από τον ως άνω Υπουργό. Πρόκειται περί µεταδόσεως πληροφορίας άνευ προηγουµένου ελέγχου και του προσήκοντος αισθήµατος ευθύνης, µε αποτέλεσµα τον διασυρµό του προαναφερθέντος Υπουργού

Τέλος, με την απόφαση 228/2007 επιβλήθηκε πρόστιμο 100.000 ευρώ (πάλι με μειοψηφίες για το ποσό) σε τρίτον τηλεοπτικό σταθμό για τη μετάδοση της πληροφορίας ότι ο υπουργός διόρισε σύμβουλό του στο υπουργείο το παραπάνω πρόσωπο και ότι συνεργάστηκε το 1994 με έτερο πρόσωπο εμπλεκόμενο στην υπόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Το ΕΣΡ αποφάσισε ότι «ούτε ο *** διορίστηκε σύµβουλος στο προαναφερθέν Υπουργείο, ούτε ο *** είχε συνεργαστεί στις Βρυξέλλες µε τον προαναφερθέντα Υπουργό. Πρόκειται περί µεταδόσεως πληροφοριών άνευ προηγουµένου ελέγχου και του προσήκοντος αισθήµατος ευθύνης, µε αποτέλεσµα τον διασυρµό του προαναφερθέντος Υπουργού. Η µετά διήµερον αναφορά στον κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθµού ότι η δεύτερη των ως άνω πληροφοριών ήταν ανακριβής, δεν αίρει την υπαιτιότητα του τηλεοπτικού σταθµού, καθόσον κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Π.∆/τος 77/2003 οι ανακρίβειες διορθώνονται «αµέσως» στο πλαίσιο της ίδιας ή παρόµοιας εκποµπής

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ΕΣΡ επισημαίνει στις αποφάσεις ότι η μετάδοση ανακριβών πληροφορίων είχαν ως συνέπεια τον διασυρμό του υπουργού, γεγονός που φαίνεται ότι πάντως δεν άσκησε επιρροή στη βαρύτητα της κύρωσης, αφού αντίστοιχου ύψους πρόστιμα έχουν επιβληθεί και σε άλλες περιπτώσεις που τα θιγόμενα πρόσωπα δεν ήταν αξιωματούχοι.

Επίσης, στην τελευταία περίπτωση, το ΕΣΡ λαμβάνοντας υπόψη το ότι η επανόρθωση έγινε μετά από δύο ημέρες, έκρινε ότι αυτή δεν πληρούσε την υποχρέωση της αμεσότητας που επιβάλει το τηλεοπτικό μέσο. Αυτή η τελευταία κρίση συνδέεται με τη φύση της μετάδοσης της πληροφορίας από την τηλεόραση: δεν υπάρχει επανόρθωση όταν αυτή απέχει χρονικά από το σημείο που μεταδόθηκε η ανακριβής πληροφορία, αφού πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι θα υπάρχει κι ένα μέρος του κοινού που άκουσε την ανακριβή είδηση χωρίς να ακούσει την επανόρθωση και συνεπώς θα έμεινε με εσφαλμένη εντύπωση για το πρόσωπο.

Η συγκεκριμένη δεοντολογική παράβαση (μετάδοση ανακριβών πληροφοριών) είναι ίσως από τις πιο ξεκάθαρες περιπτώσεις που το ΕΣΡ μπορεί να ασκήσει αντικειμενικό έλεγχο για την ποιότητα της ραδιοτηλεόρασης. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις (π.χ. την παράβαση της υποβάθμισης της ποιότητας), σε αυτές τις περιπτώσεις η παράβαση είναι αδιαμφισβήτητη. Το γεγονός ότι η ροή πληροφοριών είναι ταχεία σε περιπτώσεις κάλυψης γεγονότων της τρέχουσας επικαιρότητας δεν απαλλάσσει τα μέσα ενημέρωσης από την υποχρέωση διασταύρωσης της είδησης και παράθεσης των τυχόν στοιχείων που έχουν για την επιβεβαίωσή της.

Συχνά η ακατέργαστη, ανεξακρίβωτη είδηση μπορεί να ακούγεται πιο ενδιαφέρουσα, άρα να είναι πιο «εμπορική» με αποτέλεσμα οι δημοσιογράφοι να μπαίνουν στον πειρασμό να την μεταδώσουν ως έχει. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεκτό σε μια σύγχρονη κοινωνία των πληροφοριών, ιδίως όταν η ανεξακρίβωτη είδηση μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις, όπως τον διασυρμό προσώπων. Μια συγγενής και χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η μετάδοση του ότι κάποιος είναι ένοχος, κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, η οποία τυποποιείται και ως ειδικότερη δεοντολογική παράβαση που επίσης ελέγχεται από το ΕΣΡ.

Σε αυτό το πεδίο, δηλαδή, ο ρόλος του ΕΣΡ καθίσταται σαφέστερος και αντικειμενικός. Το ερώτημα είναι αν η κοινωνία των τηλεθεατών προτιμά την έγκυρη είδηση ή την, ενδεχομένως πιο «διασκεδαστική», ανεξακρίβωτη και ατεκμηρίωτη πληροφορία, η οποία όμως συχνά αγγίζει την παραπληροφόρηση.

Το δίλημμα τίθεται στην πραγματική του βάση από την απάντηση στο ερώτημα του πότε έχουμε ψυχαγωγία και πότε πληροφόρηση. Χωρίς να λείπουν και οι γκρίζες ζώνες του infotainment, όταν η λειτουργία που επιτελεί ένα μέσο ενέχει και τον ελεγκτικό χαρακτήρα της δημόσιας ζωής (watchdog), ανεξάρτητα από το αν παρεισφρέουν και ψυχαγωγικά ή σατιρικά στοιχεία –πράγμα που δεν συμβαίνει πάντως στα δελτία ειδήσεων- ειδικά ως προς την μετάδοση πληροφοριών που παρουσιάζονται ως γεγονότα (και όχι ως σχόλια ή προσωπικές απόψεις), οι κανόνες είναι ξεκάθαροι.


Σάββατο, Μαΐου 12, 2007

Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων


Μία συνήθης προσχηματική δικαιολογία βάσει της οποίας το Δημόσιο απορρίπτει την αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα και σε άλλες πληροφορίες που κατέχει είναι το «απόρρητο» των προσωπικών δεδομένων. Η προστασία των δεδομένων αυτών, η οποία, στην πραγματικότητα, δεν θεσπίζει «απόρρητο», αλλά ένα σύστημα κανόνων, εγγυήσεων, διαδικασιών και δικαιωμάτων που, σε κάθε περίπτωση, οργανώνει τις δέουσες σταθμίσεις ενόψει της διαχείρισης προσωπικών πληροφοριών, «επιστρατεύεται» για να αντιμετωπισθεί ένας παραδοσιακός αντίπαλος της γραφειοκρατίας: η διαφάνεια.

Από την άλλη πλευρά, η διαφάνεια, που επιβάλλει την φανερή δράση της εξουσίας, επιστρατεύεται όταν οι κυβερνώντες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά ένα ζήτημα και καταφεύγουν στη δημόσια διαπόμπευση των προσώπων που φέρονται ως η «πέτρα του σκανδάλου». Η μαζική δημοσιοποίηση ονομάτων «παραβατών» πάσης φύσεως ηθικής ή άλλης τάξης προβάλλεται ως η (επικοινωνιακή) λύση στο πρόβλημα: υποτίθεται ότι η αποστροφή που θα επιδείξει η κοινή γνώμη για τους «παραβατες» θα περιορίσει τέτοια δράση όποιου γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα εκτεθεί. Η ευθύνη των κυβερνώντων αποσείεται με τη μέθοδο της δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί απλώς μια λύση που θολώνει τα νερά και αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από τον πραγματικό λόγο στον οποίο οφείλεται: την ανικανότητα ουσιαστικής αντιμετώπισης των προβλημάτων που υποτίθεται ότι λύνει.

Και στις δύο περιπτώσεις, η στρέβλωση τόσο της αρχής της διαφάνειας όσο και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δημιουργεί την εντύπωση ότι ανάμεσα σε αυτές τις έννοιες υπάρχει σχέση «έντασης», αν όχι αντινομίας.

Στην πραγματικότητα, χωρίς να ελλείπουν και οι δυσχερείς περιπτώσεις που πράγματι η μία αρχή εμφανίζεται ως αντιστρατευόμενη την άλλη, αφενός στην «καρδιά» του συστήματος της προστασίας προσωπικών δεδομένων βρίσκεται η διαφάνεια (και όχι το απαραβίαστο απόρρητο), ενώ αφετέρου, η αληθινή διαφάνεια προϋποθέτει την τήρηση μιας δέσμης κανόνων που βρίσκονται επίσης στην ραχοκοκαλιά της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Και αυτό γιατί, αφενός, κεντρική θέση στο δίκαιο της προστασίας προσωπικών δεδομένων έχει το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού: καθένας έχει το δικαίωμα να ξέρει ποιος, που και για ποιο σκοπό επεξεργάζεται τα προσωπικά του δεδομένα. Άρα, η επεξεργασία αυτών των πληροφοριών πρέπει να γίνεται με πλήρη διαφάνεια έναντι του υποκειμένου των δεδομένων.

Αφετέρου, η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων, προκειμένου να εξυπηρετεί την αλήθεια και να αποκαλύπτει στις πραγματικές τους διαστάσεις τις σχετικές πληροφορίες, θα πρέπει να σέβεται την αρχή της ακρίβειας των δεδομένων, την αρχή της σχετικότητας τους προς το θέμα και την αρχή της επικαιροποίησης, ώστε ό,τι μεταδίδεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι αρχές αυτές είναι δεσμευτικοί κανόνες, προκειμένου η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων να είναι σύννομη και θεμιτή.

Την σχέση αλληλοσυμπλήρωσης ανάμεσα σε διαφάνεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πραγματεύεται ο κ. Σπυρίδων B. Βλαχόπουλος, λέκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο ομώνυμο βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα («Διαφάνεια της κρατικής δράσης & προστασία προσωπικών δεδομένων – Τα όρια μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης στην εκτελεστική εξουσία») από τις εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα.

Στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα νομοθέτημα για την κατοχύρωση της ελευθερίας της πληροφόρησης και τους περιπτωσιολογικούς περιορισμούς της ενόψει άλλων αγαθών, όπως η προστασία προσωπικών δεδομένων και τα απόρρητα. Έχουμε μόνο γενικόλογες συνταγματικές κατοχυρώσεις της διαφάνειας (ορισμένες εκ των οποίων αντίκεινται και στο κοινοτικό δίκαιο), καθώς και προβληματικές αλληλοσυγκρουόμενες, αντιφατικές και παλαιάς κοπής νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την «αίτηση για χορήγηση αντιγράφων» από τις διοικητικές υπηρεσίες. Η ανασφάλεια δικαίου που συνεπάγεται αυτό το καθεστώς είναι τεράστια και έχει οδηγήσει σε περιπτωσιολογική αντιμετώπιση από τα αρμόδια όργανα που είναι επιφορτισμένα άμεσα ή έμμεσα με την τήρηση της αρχής της διαφάνειας στον δημόσιο τομέα. Υπάρχει, αυτή τη στιγμή, ένα πλήθος αποφάσεων δικαστηρίων, παραγγελιών εισαγγελέων πρωτοδικών, γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αποφάσεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, πορισμάτων και εκθέσεων του Συνηγόρου του Πολίτη που ρυθμίζουν πάμπολλες περιπτώσεις ως προς την «σύγκρουση» της διαφάνειας με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί επίσης ευάριθμα άρθρα, μονογραφίες και μελέτες στον νομικό τύπο, ενώ το θέμα έχει απασχολήσει αρκετές φορές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς η αρχή της διαφάνειας και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται από την εξουσία αποτελεί πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα. Ο ηθικιστικός τόνος που συνοδεύει την πολιτική ρητορεία για την καταπολεμηση της διαφθοράς και η «πολιτική της μηδενικής ανοχής», αλλά και η φετιχοποίηση των προσωπικών δεδομένων αποτελούν βαθύτατες στρεβλώσεις που αλλοιώνουν το νόημα των θεμελιωδών αυτών προταγμάτων ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου.

Αυτό τον ορυμαγδό ετερόκλητων νομολογιών και απόψεων επεξεργάστηκε και ταξινόμησε ο κ. Βλαχόπουλος στο έργο του, εξάγοντας κανόνες στάθμισης που διέπουν την υλοποίηση της διαφάνειας στη διασταύρωσή την προστασία προσωπικών δεδομένων. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές θέσεις που λαμβάνει σε επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν, τις οποίες διαχωρίζει ευκρινώς από την παρουσίαση των –όποιων- «αντικειμενικοτήτων» εντοπίζει σε ένα ούτως ή άλλως ρευστό περιβάλλον, η μελέτη του κ. Βλαχόπουλου αποτελεί την πιο σοβαρή, αξιόπιστη, ενημερωμένη και πλήρη παρουσίαση των προβλημάτων και των λύσεων που ανέκυψαν στην πράξη. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα έργο αναφοράς που, ελλείψει της ειδικής FOI νομοθεσίας, αποτελεί τον πιο έγκυρο οδηγό για το πότε πρέπει να επιτρέπεται και πότε όχι η κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων από το κράτος.

Ξεπερνώντας την απλή έκθεση του ίδιου του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, το βιβλίο αυτό προσδιορίζει ιδιαίτερα αναλυτικά ποια είναι τα κριτήρια της στάθμισης που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να αποφασιστεί αν είναι επιτρεπόμενη η κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων από το κράτος ή όχι. Αυτό το τμήμα του έργου είναι το πιο σημαντικό από πρακτικής, αλλά και επιστημονικής απόψεως. Ο κατάλογος αυτών των κριτηρίων αναπτύσσεται γύρω από τους άξονες: κρατικοί αξιωματούχοι-τρίτα πρόσωπα, συνάφεια προσωπικών δεδομένων με άσκηση δημόσιων καθηκόντων, δημόσιος-ιδιωτικός βίος, φύση των προσωπικών δεδομένων, ένταση της προσβολής, συνεκτίμηση άλλων έννομων αγαθών, το πρόσωπο που ζητεί την πρόσβαση και οι λόγοι του αιτήματος πρόσβασης. Για κάθε κριτήριο ακολουθεί ιδιαίτερη ανάλυση ειδικών πτυχών κάθε περίπτωσης.

Ο συγγραφέας, όπως και όλοι όσοι έχουμε ασχοληθεί με τα ζητήματα αυτά, καταλήγει ότι το ισχύον καθεστώς στην Ελλάδα έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: την ανασφάλεια δικαίου. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα: «[η] συνεφαρμογή όλων των κριτηρίων στάθμισης αποτελεί μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διανοητική διαδικασία, το αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι ειδικότερες διαφοροποιήσεις που επιχειρήθηκαν σε κάθε ένα από τα κριτήρια της στάθμισης. Εάν στα ανωτέρω συνυπολογισθεί η έλλειψη νομικής παιδείας εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων που θα κληθούν να αποφανθούν επί του αιτήματος πρόσβασης σε ένα διοικητικό έγγραφο με προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων, ο φόρτος εργασίας τους, η νομοθετική επιταγή διεκπεραίωσης του αιτήματος πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα εντός της σύντομης προθεσμίας των είκοσι ημερών και η απειλή των βαρύτατων διοικητικών και ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, τότε η απαίτηση της διενέργειας της πολύπλοκης διαδικασίας της στάθμισης συμφερόντων στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει στην πράξη στην παραπομπή του σχετικού αιτήματος του διοικούμενου στο ΝΣΚ ή στην ΑρχΠροστΔεδΠροσΧαρ, οπότε εκ των πραγμάτων δεν θα μπορεί να τηρηθεί σε πολλές περιπτώσεις η νομοθετικά επιβαλλόμενη προθεσμία απάντησης των είκοσι ημερών, αφαιρώντας έτσι από το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα τη δραστικότητά του

Ο συγγραφέας αναδεικνύει επίσης μία διάσταση που σπανίως εφαρμόζεται στην πράξη, ενώ αποτελεί συνταγματική επιταγή: το γεγονός ότι πριν κοινοποιηθούν έγγραφα με προσωπικά δεδομένα από το κράτος, θα πρέπει όχι απλώς να ενημερώνεται το υποκείμενο των δεδομένων, αλλά να ζητείται και η άποψή του. Το δικαίωμα της προηγούμενη ακρόασης πριν η Διοίκηση επιβάλει ένα δυσμενές μέτρο στον διοικούμενο κατοχυρώνεται από το άρθρο 20§2 του Συντάγματος. Ωστόσο, ούτε στους νόμους για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα, ούτε στην νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων αναφέρεται ότι θα πρέπει να ζητείται η ίδια η γνώμη του υποκειμένου πριν την κοινοποίηση των δεδομένων του! Όσο κι αν, από μία πρώτη άποψη, ακούγεται ιδιαίτερα γραφειοκρατικό το να καλείται το υποκείμενο των δεδομένων να διατυπώσει την γνώμη του πριν τυχόν χορηγηθούν τα δεδομένα του, δεν παύει να αποτελεί ένα συνταγματικό δικαίωμά του, το οποίο θα πρέπει να τηρείται, εκτός ίσως από έκτακτες περιπτώσεις. Ο συγγραφέας αναδεικνύει, ωστόσο, και δύο πτυχή αυτού του δικαιώματος που αποφορτίζουν τελικά τη διοίκηση από δυσχερέστερες εκτιμήσεις: αν το υποκείμενο των δεδομένων δώσει την συγκατάθεσή του για τη χορήγηση, δεν χρειάζεται να γίνουν οι πολύπλοκες σταθμίσεις που προβλέπονται από το νόμο και την νομολογία. Από την άλλη πλευρά, ακόμη κι αν το υποκείμενο δεν δίνει τη συγκατάθεσή του, ο συγγραφέας εύστοχα αναφέρει ότι η λήψη υπόψη των απόψεων του υποκειμένου των δεδομένων διευκολύνει τελικά τη στάθμιση, διότι προσθέτει νέα στοιχεία και συγκεκριμενοποιεί τα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Τελικά, η διαδικασία της χορήγησης ή μη εγγράφων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα από έναν δημόσιο οργανισμό είναι μία σύνθετη πράξη που θυμίζει, σε αρκετά σημεία, δικαστική κρίση. Ο συγγραφέας συντάσσεται με την άποψη που τείνει να εδραιωθεί στην θεωρία: η αποφασιστική αρμοδιότητα για την χορήγηση εγγράφων θα πρέπει να ανατεθεί στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων, η οποία θα πρέπει να μετονομαστεί σχετικά, όπως έγινε και με την αγγλική Αρχή (που εξελίχθηκε σε Information Commissioner), τον Γερμανό Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων και Πρόσβασης στην Πληροφόρηση, αλλά και άλλες Αρχές του ευρωπαϊκού χώρου. Κι αυτό γιατί με τις σημερινές της αρμοδιότητες, η ελληνική Αρχή απλώς μπορεί να γνωμοδοτεί πότε δεν απαγορεύεται η χορήγηση εγγράφων κι όχι να επιβάλει την χορήγηση τους όταν αυτό επιβάλλεται (με την εξαίρεση της υποχρεωτικής πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που το αφορούν). Είναι ιδιαίτερα ευτυχές ότι αυτή η πρόταση που διατύπωσα σε ένα άρθρο το 2005 στο Digesta υποστηρίζεται σταδιακά και από άλλους συναδέλφους που ασχολούνται με τα ζητήματα της πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία.

Πρέπει, όμως, να παρατηρηθεί ότι το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στο δίπολο διαφάνεια – προστασία προσωπικών δεδομένων, αλλά στο δίπολο διαφάνεια – προστατευόμενες πληροφορίες. Προκειμένου το δημόσιο να αντιμετωπίσει τον «εχθρό»-διαφάνεια επικαλείται και άλλες νομοθεσίες, όπως η πνευματική – βιομηχανική ιδιοκτησία, το εμπορικό απόρρητο κ.λπ. Στην περίπτωση που μια Ανεξάρτητη Αρχή αναλάβει την αρμοδιότητα να διατάσσει με εκτελεστές πράξεις τον δημόσιο τομέα να χορηγεί ή να μην χορηγεί αντίγραφα των πληροφοριών που κατέχει θα πρέπει να είναι σε θέση να κρίνει και επί τη βάσει «συγκρούσεων» ανάμεσα σε διαφάνεια και κάθε φύση προστατευόμενης πληροφορίας. Έτσι δεν αρκεί μια «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και Πρόσβασης στην Πληροφόρηση», όπως υποστηρίζει ο κ. Βλαχόπουλος, αλλά μία «Αρχή Προστασίας και Διακίνησης της Πληροφορίας». Ή ακόμη καλύτερα, επειδή –τελικά- ο συλλογικός χαρακτήρας της ΑΠΔΠΧ δεν έχει κανένα νόημα, αφού ο κόσμος «αναγνωρίζει» ως υπεύθυνο πρόσωπο –στην καλύτερη περίπτωση- τον Πρόεδρό της, ένας Επόπτης Προστασίας και Διακίνησης Πληροφοριών, κατά το πρότυπο του Γερμανού Επιτρόπου.

Από την άλλη πλευρά, το πρόβλημα της πρόσθετης γραφειοκρατίας και κυρίως της καθυστέρησης δεν φαίνεται να λύνεται με την ίδρυση μιας κεντρικής Αρχής που θα αποφαίνεται κυριαρχικά πότε πρέπει να παρέχεται πρόσβαση και πότε όχι. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι σε κάθε υπηρεσία ένας, κατά το δυνατόν εξειδικευμένος, υπάλληλος, ένας εσωτερικός Επόπτης Προστασίας και Διακίνησης Πληροφοριών, να αποφαίνεται για το πότε ένα έγγραφο πρέπει να δοθεί ή όχι. Πρόκειται για το θεσμό του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων, το πρόσωπο δηλαδή που -με πλήρη ανεξαρτησία από τον προϊστάμενό του, χωρίς δηλαδή να δέχεται ή να ζητά εντολές ως προς αυτή την αρμοδιότητά του- διασφαλίζει εκ του σύνεγγυς ότι όλοι οι κανόνες για την χορήγηση ή μη των στοιχείων γίνονται σεβαστοί. Τέτοιοι λειτουργοί υπηρετούν σε κάθε όργανο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωβουλή, Συμβούλιο ΕΕ, Διαμεσολαβητής κλπ) και ελέγχουν την ροή των προσωπικών πληροφοριών από και προς αυτά, σε συνεργασία με την κεντρική αρχή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Ο θεσμός αυτός του αποκεντρωμένου ελέγχου για την προστασία προσωπικών δεδομένων έχει διαδοθεί στην Ευρώπη και λειτουργεί στην Γερμανία, την Γαλλία, το Λουξεμβούργο, την Σουηδία και σε άλλες χώρες. Εδώ, αυτό που προτείνουμε είναι ο εσωτερικός υπεύθυνος προστασίας δεδομένων, να έχει και την αρμοδιότητα της χορήγησης αντιγράφων (θέση που διατύπωσα στο βιβλίο «Περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα – Ερμηνεία Ν.3448/2006"). Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας κατά την ενάσκηση αυτού του καθήκοντος επιβάλλεται λόγω της οιονεί «δικαστικής» όπως είπαμε, φύσης, της διαδικασίας χορήγησης ή μη πληροφοριών που περιέχουν προσωπικά δεδομένα ή άλλες προστατευόμενες πληροφορίες. Μία τέτοια προωθημένη θεσμική τομή, η οποία δανείζεται στοιχεία από τον χώρο της αυτορρύθμισης και της λειτουργίας εσωτερικών «Συνηγόρων» (Ombudsmen) στον χώρο της ιδιωτικής οικονομίας (λ.χ. Τραπεζικός Μεσολαβητής) ή και της κομματικής οργάνωσης (στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. λειτουργεί ο θεσμός του «Συνηγόρου του Μέλους και του Φίλου», εσωτερική ανεξάρτητη αρχή ως όργανο αυτορρύθμισης), σε συνδυασμό με την θέσπιση ενός Freedom of Information Act θα δώσει θεσμικές λύσεις σε όλα τα προβλήματα που επισημαίνει ο κ. Βλαχόπουλος στο βιβλίο του. Από κει και πέρα, η πρακτική αποτελεσματικότητα θα είναι ζήτημα προσώπων.

To βιβλίο αυτό είναι καίριας σημασίας και η χρησιμότητά του αδιαμφισβήτητη για κάθε υπηρεσία του δημόσιου τομέα, αλλά και για κάθε δικηγόρο. Η αξία αυτή συνδέεται και με την διαπίστωση ότι τελικά η επιστήμη μπορεί να διαδραματίσει και ρυθμιστικό ρόλο σε τομείς που ο νομοθέτης και η διοίκηση διστάζουν ή τελούν εν υπνώσει.

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Μάρκελος

1. Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;
Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης

2. Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;

Δίκη κατά μέσου ενημέρωσης

3. Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;

Όταν δημόσιος φορέας απέρριψε αίτηση πρόσβασης σε έγγραφο με την αιτιολογία ότι καλυπτόταν από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

4. Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;

Διατήρηση ενός βαθμού αυτοτέλειας ακόμη και σε ομαδικό περιβάλλον

5. Το βασικό ελάττωμά σας;

Η εμμονή στην έρευνα


6. Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;

Στα ανεπίγνωτα

7. Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με καμία

8. Ποιοι είναι οι ήρωες σας σήμερα;

Οι διεθνείς διαμεσολαβητές

9. Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Βρυξέλλες

10. Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Η Ανν Ράις

11. Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;

Την ευθύτητα

12.... και σε μια γυναίκα;

Την σεμνότητα

13. Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Ο Μορίς Ραβέλ

14. Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;

"Κέρκυρα, Κέρκυρα με το ποντικονήσι"

15. Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Ο «Οδυσσεας» του James Joyce

16. Η ταινία που σας σημάδεψε;
Αυτή που κατάπιε η Μαρία Κάλλας για να αδυνατίσει. Ίσως είναι η μόνη λύση πλέον.

17. Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;

Ο Alexandros

18. Το αγαπημένο σας χρώμα;

To ουρανί

19. Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;

Το να ανοίγω μια συζήτηση για την προστασία προσωπικών δεδομένων

20. Το αγαπημένο σας ποτό;

Αυτόν τον καιρό η γρανίτα

21. Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;

Που δεν ίδρυσα ακόμη μια μη κυβερνητική οργάνωση

22. Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ' όλα;
Τον ρατσισμό και τις θεωρίες συνωμοσίας.

23. Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;

Να σερφάρω στο ίντερνετ

24. Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Ο ίδιος ο φόβος.

25. Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;

Σε καμία.

26. Ποιο είναι το μότο σας;
Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου

27. Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;

Ευτυχής.

28. Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;

Γιατί τόση σεμνότητα;

29. Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;

Writer's block

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Σεμινάρια για την προστασία προσωπικών δεδομένων


Σήμερα στις 16.00-18.00, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών γίνεται το δεύτερο σεμινάριο για την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Τίτλος της ενότητας αυτής είναι "Διασυνοριακές διαβιβάσεις προσωπικών δεδομένων και δικηγορικές εφαρμογές".

Στο πρώτο μέρος, στο οποίο είμαι εισηγητής, θα σκιαγραφηθεί η λειτουργία του αρχείου Schengen και τα δικαιώματα που υπάρχουν για τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων από αυτό, σύμφωνα με την νομολογία της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Επίσης θα αναφερθώ σε άλλα μεγάλα πληροφοριακά συστήματα που λειτουργούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και στις επεξεργασίες προσωπικών δεδομένων από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο δεύτερο μέρος, ο Δρ. Ευάγγελος Παπακωνσταντίνου, της PKPartners θα αναφερθεί στις προϋποθέσεις της διασυνοριακής διαβίβασης προσωπικών δεδομένων, όπως προβλέπονται από το εσωτερικό και το κοινοτικό δίκαιο και θα αναπτύξει ζητήματα δικηγορικών εφαρμογών.

Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Θα ακολουθήσει η τρίτη και τελευταία ενότητα την Πέμπτη 10.5.2007, ίδια ώρα και στον ίδιο χώρο, με θέμα "Προστασία προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και δικηγορικές εφαρμογές", στο οποίο είμαστε εισηγητές με τον κ. Γρηγόρη Τσόλια, δικηγόρο της ΑΔΑΕ.

Η κακόπιστη χρήση domain name και ο έλεγχός της από την ΕΕΤΤ


Με την απόφαση 419/029 (υπόθεση liantinis.gr) η ΕΕΤΤ αποφάσισε τη διαγραφή ενός domain name, δηλαδή διέταξε ουσιαστικά τον φορέα του να μην το χρησιμοποιεί, επειδή η χρήση στην οποία αυτός είχε προβεί κρίθηκε ότι αντιβαίνει στην καλή πίστη.

Οι λόγοι για τους οποίους η ΕΕΤΤ μπορεί να διατάξει διαγραφή domain name απαριθμούνται περιοριστικά στον Κανονισμό Διαχείρισης Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr που έχει εκδώσει η ίδια ανεξάρτητη αρχή. Ειδικά η περίπτωση της κακόπιστης χρήσης είναι η τελευταία που αναφέρεται σε αυτόν τον κανονισμό και αποτελεί τον λιγότερο «τεχνικό» όρο από τους λόγους διαγραφής.

Αναπόφευκτα, λοιπόν, η ΕΕΤΤ, η οποία έχει εκδώσει αυτόν τον Κανονισμό με νομοθετική εξουσιοδότηση, προκειμένου να κρίνει αν η χρήση ενός domain name αντίκεται στις αρχές της καλής πίστης, είναι υποχρεωμένη να ελέγξει και το περιεχόμενο της ιστοσελίδας που υποστηρίζεται από το επίμαχο κάθε φορά domain name. Στον έλεγχο αυτό μπορεί να προβεί και αυτεπαγγέλτως, χωρίς δηλαδή καταγγελία.

Η περίπτωση αυτή καθιστά, δηλαδή, την ΕΕΤΤ ελεγκτή του περιεχομένου μιας ιστοσελίδας, αρμοδιότητα η οποία προϋποθέτει έναν ουσιαστικό και εις βάθος έλεγχο του κατά πόσον τελικά το περιεχόμενο αυτό είναι σύμφωνο με την νομοθεσία εν γένει. Σε ποιο βάθος, όμως, μπορεί να φτάσει αυτός ο έλεγχος και πόσο η ίδια η ΕΕΤΤ διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στις δικές της αρμοδιότητες ως διοικητικού οργάνου και τις αρμοδιότητες των δικαστηρίων, τα οποία επίσης έχουν την εξουσία να διατάξουν την διαγραφή ενός domain name; Στο ερώτημα αυτό απάντησε η ίδια η ΕΕΤΤ με την απόφαση που εξέδωσε στη υπόθεση liantinis.gr, ενώ αναμένεται και η έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου σε προσφυγή που ασκήθηκε κατά της απόφασης της ανεξάρτητης αρχής από τον φορέα του domain name.

Το περιεχόμενο του ελέγχου κακόπιστης χρήσης domain name από την ΕΕΤΤ

Στην υπόθεση liantinis.gr, οι καταγγέλλουσες ισχυρίστηκαν ότι ο φορέας του εν λόγω domain name: διατηρούσε την ιστοσελίδα αυτή κάνοντας χρήση της μεταγραφής του επωνύμου τους στα λατινικά, χωρίς να έχει δικαίωμα, αναπαρήγαγε έργα που καλύπτονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που τους ανήκουν, προβαίνει σε προσβολή της προσωπικότητάς τους και της μνήμης του νεκρού πατέρα και συζύγου τους.

Από την άλλη πλευρά, ο φορέας ισχυρίστηκε ότι έκανε χρήση του domain name, καθώς είχε αυτό το δικαίωμα ως σχολιαστής και θαυμαστής του εν λόγω φιλοσόφου και ότι οι αναφορές στις κληρονόμους του έγιναν στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, αφού και αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο δημόσια πρόσωπα. Επίσης ανέφερε ότι η κρίση για το περιεχόμενο της ιστοσελίδας που υποστηρίζεται από το domain name δεν ανήκει στην ΕΕΤΤ, γιατί με αυτόν τον τρόπο η ανεξάρτητη αρχή θα καθίστατο «δικαστήριο ουσίας», «διαπράττουσα νόσφιση εξουσίας μη αποδοθείσης κατά το Σύνταγμα και τους Νόμους σε αυτήν.»

Με βάση αυτούς τους ισχυρισμούς που υποστηρίχθηκαν και κατά την ακρόαση των μερών ενώπιον της επιτροπής, η ΕΕΤΤ διέγνωσε ότι πράγματι υπήρξε χρήση του ονόματος των κληρονόμων Λιαντίνη, με τη μορφή domain name. Για το αν η χρήση αυτή εκ μέρους του φορέα ήταν σύμφωνη με την καλή πίστη, η ΕΕΤΤ προέβη στις εξής σκέψεις:

  • Ο φορέας υπέβαλε αίτηση για εκχώρηση του domain name liantinis.gr «χωρίς να διαθέτει οιοδήποτε δικαίωμα επί του σημείου αυτού κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως, δηλ. σε χρόνο κατά τον οποίο το όνομα «Λιαντίνης είχε λάβει ευρεία αναγνωρισιμότητα λόγω της προηγηθείσας εξαφάνισης του εκλιπόντος, πράγμα το οποίο ο καταγγελλόμενος γνώριζε».
  • Κακόπιστη χρήση δεν μπορεί να αποκλεισθεί όταν ο αιτών ένα domain name γνωρίζει ότι προσβάλλει δικαίωμα τρίτου με σκοπό λ.χ. να εκμεταλλευθεί την αναγνωρισιμότητα και εν γένει φήμη αυτού προς ανάπτυξη δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας.
  • Κακόπιστη χρήση υπάρχει επίσης όταν ο φορέας του domain name, χωρίς να θεμελιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα επί σημείου που συνθέτει το συγκεκριμένο όνομα χώρου, οδηγώντας στην παρεμπόδιση του τελευταίου να κάνει χρήση αυτού αυτού ως domain name.
  • Τεκμήρια χρήσης domain name σε αντίθεση με τις αρχές της καλής πίστης υπό την έννοια του Κανονισμού αποτελεί και η προσβολή της προσωπικότητας εκείνου στον οποίο ανήκει το δικαίωμα που αντιποιείται ο φορέας του domain name. Στην περίπτωση liantinis.gr, η ΕΕΤΤ έκρινε ότι η χρήση φωτογραφιών του εκλιπόντος (με φωτομοντάζ που τον δείχνει να ατενίζει σκεπτικός τον ίδιο του τον τάφο, ως αρνητική κριτική στην ταφή που επελέγη από τους κληρονόμους Λιαντίνη) καθώς και τα εκτεταμένα δυσμενή σχόλια αλλά και τα εκτεταμένα αποσπάσματα από το έργο του εκλιπόντος συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.
  • Τέλος, η ΕΕΤΤ ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης που επικαλείται ο φορέας του domain name θα μπορούσε να ασκηθεί «και με άλλα μέσα, όπως με Όνομα Χώρου που δεν θίγει και δεν προσβάλει το απόλυτο δικαίωμα των καταγγελλουσών επί του ονόματός των».

Έτσι λοιπόν, η ΕΕΤΤ ξεκινώντας από τον έλεγχο της φύσης του δικαιώματος που έχει κάποιος στο όνομά του (απόλυτο δικαίωμα), εκτιμά ως κριτήρια για την κακόπιστη χρήση ενός domain name το κατά πόσον:

(α) ο κάτοχος της ιστοσελίδας γνωρίζει ότι με το domain name που χρησιμοποιεί προσβάλλει ένα δικαίωμα τρίτου

(β) ο κάτοχος της ιστοσελίδας έχει πρόθεση να εκμεταλλευθεί την φήμη που έχει αποκτήσει η επωνυμία την οποία χρησιμοποιεί ως domain name

(γ) ο κάτοχος της ιστοσελίδας παρεμποδίζει με την χρήση του domain name τους δικαιούχους της επωνυμίας να έχουν οι ίδιοι ένα τέτοιο domain name

(δ) στο περιεχόμενο της ιστοσελίδας υπάρχουν παραβιάσεις άυλων αγαθών των δικαιούχων της επωνυμίας, όπως η προσωπικότητά τους αλλά και τα πνευματικά δικαιώματά τους επί έργων σύμφωνα με το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας

(ε) ενώ θα μπορούσε να επιλεγεί ένα άλλο domain name για την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασής του, ο κάτοχος επιλέγει ακριβώς αυτό το domain name για να παρεμποδίσει, να θίξει, να προσβάλει, αλλά και να εκμεταλλευθεί δικαιώματα των δικαιούχων της επωνυμίας που χρησιμοποιεί ως domain name.

Κατ’ αναλογία, λοιπόν, αυτός ο έλεγχος της ΕΕΤΤ μπορεί να αφορά και διαγραφή domain name που δεν εκμεταλλεύεται το όνομα ενός καταγγέλλοντος, αλλά ένα εμπορικό σήμα ή ένα σήμα φήμης ή τον ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τίτλο ενός βιβλίου, μίας ταινίας ή άλλου έργου πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας καθώς και άλλα δικαιώματα σε απόλυτα αγαθά.

Είναι η ΕΕΤΤ δικαστήριο;

Ένα κλασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ανεξάρτητες αρχές είναι το σε ποιο «βάθος» μπορεί να φτάσει η εξέταση πραγματικών περιστατικών. Εντασσόμενες στην εκτελεστική εξουσία –και μάλιστα στην κορυφή της, μαζί με την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας- δεν νομιμοποιούνται να «απονέμουν δικαιοσύνη», η οποία κατά το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Αν οι ανεξάρτητες αρχές «καταστούν» δικαστήρια, απειλείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών που προβλέπεται από το άρθρο 26 του Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, κατά το συνταγματικό δίκαιο των οποίων η διάκριση των εξουσιών είναι πολύ πιο αυστηρή και κάθετη από τα καθ’ ημάς, έκρινε ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, αποκλειστικός φορέας της εκτελεστικής εξουσίας, δεν μπορούσε να καθαιρεί μέλη ανεξάρτητων αρχών για πολιτικούς λόγους, επειδή θεωρήθηκε ότι η sui generis φύση τους τις καθιστά εν μέρει φορείς της νομοθετικής και εν μέρει φορείς της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Έτσι η επέμβαση του Προέδρου στις ανεξάρτητες αρχές κρίθηκε ότι αποτελούσε παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών (Humpreys Executor v. United States, 1935, 295 U.S. 602).

Σε εμάς που είναι σαφές ότι οι ανεξάρτητες αρχές υπάγονται στην έννοια της Διοίκησης, το ίδιο το Σύνταγμα δίνει απαντήσεις σε αυτές τις αναζητήσεις. Το ίδιο το Σύνταγμα αναφέρει λ.χ. ότι «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση» των ατομικών δικαιωμάτων (άρθρο 25), άρα όχι μόνο τα Δικαστήρια.

Επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι ανεξάρτητες αρχές, προκειμένου να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις θεμελιώνονται στο ίδιο το Σύνταγμα ή και το κοινοτικό δίκαιο (όπως συμβαίνει με την ΕΕΤΤ), είναι υποχρεωμένες να διαγνώσουν πραγματικά περιστατικά και να τα χαρακτηρίσουν με τους όρους του νόμου. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε λ.χ. η ΑΔΑΕ να κρίνει πότε υπάρχει παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών ή η Επιτροπή Ανταγωνισμού να κρίνει πότε υπάρχει καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης στην αγορά. Υπάρχει, λοιπόν, η υποχρέωση των ανεξάρτητων αρχών, όπως και κάθε διοικητικού οργάνου, όταν καταγγέλλεται κάτι ενώπιον τους να το διερευνούν, μέσα στα όρια που ορίζει ο νόμος. Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν οι ανεξάρτητες αρχές -και δεν το κάνουν- είναι να επιδικάζουν αποζημιώσεις, να ακυρώνουν διοικητικές πράξεις και να επιβάλουν ποινικές κυρώσεις. Αυτές είναι αποκλειστικές αρμοδιότητες των αστικών, διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων, ένας ανεκχώρητος πυρήνας δικαιοδοτικής λειτουργίας. Στο μέτρο λοιπόν που οι ανεξάρτητες αρχές δεν ασκούν τέτοιες αρμοδιότητες και στο μέτρο που κινούνται στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας, δεν καθίστανται «δικαστήρια».

Εξάλλου, οι πράξεις των ανεξάρτητων αρχών υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Στην περίπτωση liantinis.gr έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης της ΕΕΤΤ ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με αίτημα την ακύρωση αυτής της απόφασης διαγραφής και έχει ήδη χορηγηθεί από τον αρμόδιο δικαστή προσωρινή αναστολή της απόφασης της ΕΕΤΤ, με αποτέλεσμα μέχρι να έχουμε δικαστική κρίση το εν λόγω domain name να παραμένει ενεργό. Η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθόσον το δικαστήριο θα αποφασίσει κατά πόσον όντως η ΕΕΤΤ έχει βάσει του νόμου την εξουσία να διέλθει σε αυτό το βάθος της έρευνας των πραγματικών περιστατικών και του περιεχομένου μιας ιστοσελίδας κατά τον έλεγχο της φερόμενης κακόπιστης χρήσης domain name. Η απόφαση του ΔΕφ μπορεί ωστόσο να προσβληθεί με αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...